Στόχος του παρόντος άρθρου είναι η ανάδειξη των μεταβλητών εκείνων που θα καταστήσουν αποτελεσματική την παρέμβαση των επαγγελματιών της ψυχικής υγείας και των γονέων στο πένθος σε παιδιά σχολικής ηλικίας.
Η αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας παρέμβασης έγκειται στη μετατροπή του οικογενειακού πλαισίου σε ένα ασφαλές περιβάλλον έκφρασης και διαχείρισης των συναισθημάτων και των συμπεριφορών που απορρέουν από τη διεργασία του θρήνου.
Το Πένθος
Το πένθος είναι η ψυχολογική διεργασία που επιφέρει την κατανόηση της απώλειας. Η επεξεργασία του βοηθά στην αποκατάσταση της συναισθηματικής υγείας. Τα παιδιά που βιώνουν το θρήνο παρουσιάζουν διαταραγμένη λειτουργικότητα. Τα στάδια του πένθους είναι τα εξής:
· Σοκ. Σωματικός πόνος, μούδιασμα, απόσυρση.
· Άρνηση. Συμπεριφορά που αρνείται την απώλεια.
· Θλίψη. Απόγνωση, κενότητα με ή χωρίς κλάμα.
· Ενοχή. Για μη ικανοποιητική φροντίδα ή πίστη για προσωπική ευθύνη για την απώλεια.
· Άγχος. Αντιδράσεις πανικού.
· Επιθετικότητα. Θυμός ενάντια σε αυτόν που δεν απέτρεψε την απώλεια και μερικές φορές ενάντια στο άτομο που πέθανε (η άγνοια αυτού του θυμού είναι δυσλειτουργική)
· Αποκατάσταση. Αποδοχή της απώλειας (είναι πιθανές οι υποτροπές)
Η ενημέρωση ως προς το δυσάρεστο γεγονός είναι η πρώτη ανάγκη που εκφράζουν τα παιδιά που θρηνούν. Τα παιδιά μικρότερων ηλικιών θέλουν να μάθουν τι ακριβώς έγινε ενώ οι έφηβοι αναζητούν πληροφορίες που αφορούν την πραγματικότητα μετά την απώλεια και σχετίζονται με τελετές και τρόπους πένθους. Από την πλευρά μας οφείλουμε να είμαστε έγκαιροι, έγκυροι και πρόθυμοι να απαντήσουμε σε πιθανές ερωτήσεις. Σε κάθε περίπτωση η ενημέρωση των παιδιών δεν πρέπει να έχει κανένα περιορισμό εκτός από αυτούς που θέτει η οικογένεια του θανόντος ως προς την κοινοποίηση λεπτομερειών του συμβάντος.
Η επαφή με τα παιδιά και τους εφήβους πρέπει να αποσκοπεί αποκλειστικά στην ενθάρρυνση της ελεύθερης έκφρασης όλων των συναισθημάτων και αντιδράσεων που σχετίζονται με τη διεργασία του πένθους. Δευτερευόντως, είναι σημαντική η ενημέρωση ως προς την ίδια τη διεργασία ώστε το παιδί να μπορεί να αναγνωρίζει και να προσεγγίζει κάθε του συμπεριφορά χωρίς φόβο, ενοχή ή ντροπή. Η προσέγγιση μας θα πρέπει να διακρίνεται από υποστηρικτικότητα, ευαισθησία, αμεσότητα, εναισθησία. Οι ανοιχτές και ειλικρινείς συζητήσεις αποτελούν το καλύτερο μέσο για την επίτευξη των παραπάνω στόχων. Στη περίπτωση που η απώλεια έχει γίνει εντός του σχολικού περιβάλλοντος, με διαδοχικές ερωτήσεις επιδιώκουμε τη συμμετοχή όλων των μαθητών στη συζήτηση και μέσω της αναγνώρισης της απώλειας τους ενθαρρύνουμε να μιλήσουν για αυτό που έγινε και για το τι νιώθουν. Η δουλειά με ομάδες προϋποθέτει την επικύρωση των συναισθημάτων ακόμα και όταν μοιάζουν δύσκολα (θυμός, φόβος, ενοχή). Η προτροπή λεκτικοποίησης των συναισθημάτων καθώς και η προώθηση ευκαιριών γραπτής ή καλλιτεχνικής (ζωγραφική) έκφρασής τους είναι αποτελεσματικοί τρόποι προσέγγισης της συναισθηματικής κατάστασης των παιδιών.
Στο πλαίσιο της ενθάρρυνσης έκφρασης συναισθημάτων και συμπεριφορών είναι να διαθέτουμε την ανάλογη συναισθηματική απαντητικότητα. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε έτοιμοι τόσο να επικυρώσουμε τα συναισθήματα που θα εκδηλωθούν όσο και να μοιραστούμε τη δική μας συναισθηματική κατάσταση. Οι απαντήσεις πρέπει να είναι ζεστές, συναισθηματικές, εναρμονισμένες στο συναίσθημα της ομάδας.
Η διαχείριση των αρχικών αντιδράσεων αποτελεί προτεραιότητα της παρέμβασης αλλά ταυτόχρονα η διατήρηση των αναμνήσεων αποτελεί βασική ανάγκη του παιδιού που θρηνεί. Το παιδί έχει ανάγκη να διασώσει και να εμπλουτίσει τις αναμνήσεις που σχετίζονται με τη ζωή και το θάνατο του αγαπημένου προσώπου. Επομένως η προσοχή μας θα πρέπει να είναι στραμμένη στην κατεύθυνση της διευκόλυνσης της ανάμνησης. Η αναφορά στο θανόντα και η προτροπή συμμετοχής στο πένθος είναι τα πρώτα βήματα αυτής της προσπάθειας. Τελικά όμως η ανάμνηση του ίδιου του ατόμου και όχι του τρόπου θανάτου του θα διευκολύνει τη διεργασία του θρήνου. Για το λόγο αυτό θα πρέπει οι εκδηλώσεις μνήμης να μην αποκτούν επίσημο χαρακτήρα.
Γίνεται αντιληπτό ότι το τρίπτυχο μιας αποτελεσματικής παρέμβασης αποτελούν η ενθάρρυνση συναισθηματικής εκδήλωσης, η εναισθησία και τελικά η ίδια η παρουσία μας με όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Στον αντίποδα υπάρχουν και χειρισμοί που πρέπει να αποφεύγονται:
· Στη συζήτηση για το θάνατο έχει σημασία να αναγνωρίζεται το οριστικό της φύσης του. Εκφράσεις που αφορούν στο θάνατο και συνδέονται με λαϊκές και θρησκευτικές δοξασίες θα πρέπει να αποφεύγονται (π.χ. κοιμήθηκε, είναι στον παράδεισο κ.τ.λ.)
· Επίσης είναι σημαντικό οι τοποθετήσεις μας να μην διακρίνονται από προσπάθεια ωραιοποίησης της ζωής του θανόντα.
· Οποιαδήποτε δήλωση περί ακριβής γνώσης της συναισθηματικής κατάστασης του παιδιού (π.χ. ξέρω πώς νιώθετε) είναι αναποτελεσματική.
· Η ανταγωνιστική αναφορά παρόμοιας εμπειρίας με στόχο τη συμπάθεια απορρίπτεται (π.χ. στην ηλικία σας είχα και εγώ τέτοια απώλεια).
· Φυσικά είναι αδόκιμη η ενθάρρυνση απόκρυψης των συναισθημάτων που αποτελούν τη διεργασία του θρήνου.
Η παρέμβαση μας στο πένθος σε παιδιά και εφήβους εκτός από τη συναισθηματική σφαίρα πρέπει να στοχεύει και στη γνωστική διάσταση. Είναι σημαντικό τα παιδιά να ενισχυθούν με τις κατάλληλες πληροφορίες που θα τους καταστήσουν ικανούς να διαγιγνώσκουν τα συναισθήματα και τα στάδια της διεργασίας του θρήνου. Στην περίπτωση αυτή η γνώση αίρει το φόβο και τις ενοχές που επιπρόσθετα βιώνει το παιδί λόγω των εκδηλώσεων του θρήνου.
Βασίλης Αλαφούζος
Ψυχολόγος
Comments