Κεφάλαιο 2ο : Ιστορικά δεδομένα
Μορφές ομοφυλοφιλικών δραστηριοτήτων έχουν λάβει χώρα σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες από αρχαιοτάτων χρόνων πυροδοτώντας κατά περίπτωση είτε την αποστροφή είτε, υπό προϋποθέσεις, την επιδοκιμασία. Σε αρχαίους για παράδειγμα λαούς οι οποίοι αντιλαμβάνονταν τον ανδρισμό ως μία υπέρτατη ηθική αξία ήταν συχνά αποδεκτό ή / και επιθυμητό για έναν άνδρα να αγαπάει έναν άλλο άνδρα καθώς αυτό διασφάλιζε την αρρενωπότητα μέσω μίμησης. Από την άλλη ένας άνδρας που επιθυμούσε μία γυναίκα κινδύνευε με έναν τρόπο να της μοιάσει, πλήττοντας έτσι ποιοτικά τον ανδρισμό του. Η αρχαία Ελλάδα των κλασσικών χρόνων αποδέχονταν την ομοφυλοφιλική διαπαιδαγώγηση ενός εφήβου από κάποιον ψυχικά και πνευματικά ανώτερο ενήλικο, μια ανωτερότητα η οποία a priori προσδιορίζονταν από τις ηλικίες των δύο συντρόφων. Όταν η ανισότητα μεταξύ τους εξανεμίζονταν, με την ενηλικίωση του έφηβου, οποιαδήποτε ομοφυλοφιλική σχέση ήταν κατακριτέα. Θρησκείες όπως η Ιουδαϊκή και η Χριστιανική χαρακτήριζαν την ομοφυλοφιλική συμπεριφορά ως αμάρτημα άξιο τιμωρίας, ενώ ο δυτικός πολιτισμός για αιώνες θεωρούσε παράνομες και αξιόποινες τις ομοφυλοφιλικές πρακτικές θέτοντας ως πρωταρχικό στόχο τον έλεγχο και την εξάλειψη τους δια μέσω νομικών ή / και θρησκευτικών παρεμβάσεων.
Από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μελετητές άρχισαν να προσεγγίζουν την ομοφυλοφιλία με επιστημονικά κριτήρια, παραμερίζοντας ηθικούς φραγμούς και θρησκευτικά δόγματα, θεωρώντας ότι η εν λόγω έκφραση της σεξουαλικότητας αποτελεί χαρακτηριστικό της ταυτότητας. Τελικά όποιες και να ήταν οι προθέσεις των μελετητών η στροφή αυτή σηματοδότησε την ιατρικοποίηση και παθολογικοποίηση της ομοφυλοφιλίας.
Το 1864 και πριν ακόμα εμφανιστεί ο όρος ομοφυλοφιλία ένας Γερμανός δικηγόρος ονόματι Karl Ulrichs, σε μία προσπάθεια επιχειρηματολόγησης έναντι της αντίληψης που θεωρούσε τις ομοφυλοφιλικές δραστηριότητες εγκληματικές και αξιόποινες, δημοσίευσε το «Αίνιγμα της αγάπης του άνδρα προς άνδρα» κατατάσσοντας τους άνδρες σε τρεις κατηγορίες (Dionings, Urnings και Uranodionings), κατηγορίες που αντιστοιχούν στoυς σύγχρονους όρους του ετεροφυλόφιλου, ομοφυλόφιλου και αμφιφυλόφιλου. Πιο συγκεκριμένα για τους ομοφυλόφιλους (Urnings) διατύπωσε την άποψη ότι αυτοί φέρουν θηλυκή ψυχή / πνεύμα και στα πλαίσια αυτής της έμφυτης θηλυκότητας θεώρησε ότι ο ομοφυλοφιλικός προσανατολισμός αυτών των ανδρών είναι με ένα τρόπο φυσιολογικός.
Τον Karl Ulrichs ακολούθησε ο Mayne ο οποίος αναφερόμενος στους άνδρες που έλκονται από άτομα του ίδιου φύλου διατύπωσε: «Ένας άνθρωπος που είναι απολύτως και ευδιάκριτα ανδρικής σωματικής εμφάνισης, συχνά αρρενωπός, καλής πνευματικής και σωματικής κατάστασης, αλλά ο οποίος, λόγω μιας έμφυτης ή επίκτητης προτίμησης, αισθάνεται σεξουαλική έλξη για τους άνδρες. Η σεξουαλική του προτίμηση μπορεί να αποκλείει κάθε επιθυμία για το γυναικείο φύλο ή μπορεί να υπάρχει ταυτόχρονα με αυτό το ένστικτο». Ο Mayne ουσιαστικά σκιαγράφησε αυτό που σήμερα ονομάζουμε αμφιφυλοφιλία. Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι αυτές οι πρώιμες διατυπώσεις αναφέρονται αποκλειστικά σε άνδρες, αγνοώντας την γυναικεία ομοφυλοφιλία, τακτική που ως ένα μεγάλο βαθμό χαρακτηρίζει και τις μεταγενέστερες προσπάθειες μελέτης και κατανόησης του ομοφυλοφιλικού σεξουαλικού προσανατολισμού.
Το 1868 ο Benkert, ένας Ουγγρογερμανός ιατρός, εισήγαγε τον όρο ομοφυλοφιλία, αντλώντας το πρόθεμα «όμο» από την ελληνική λέξη όμοιος, περιγράφοντας έτσι την σεξουαλική έλξη μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου. Ένα χρόνο αργότερα, το 1869 διατύπωσε: «Επιπλέον της φυσιολογικής σεξουαλικής ορμής των ανδρών και των γυναικών, η φύση, στην κυρίαρχη διάθεση της, έχει ενσταλάξει από τη γέννηση, σε αρκετά άτομα, άνδρες και γυναίκες, μία ομοφυλοφιλική ορμή, υποβάλλοντας τους σε μία σεξουαλική διέγερση, η οποία τους μεταβάλλει σωματικά και ψυχικά σε ανίκανους για μια φυσιολογική στύση, ακόμα και με τις καλύτερες προϋποθέσεις. Αυτή η ορμή δημιουργεί προκαταβολικά μία άπωση προς το αντίθετο φύλο και το θύμα αυτού του πάθους δεν μπορεί να καταπιέσει τα συναισθήματα που ασκούν πάνω του τα άτομα του ίδιου φύλου».
Το 1886 ο Ebing-Krafft στο σύγγραμμά του με τίτλο «Σεξουαλική Ψυχοπάθεια», και έχοντας ως αντικείμενο μελέτης τις παρεκκλίνουσες σεξουαλικές συμπεριφορές, ανέφερε ότι κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται με μία βιολογική προδιάθεση προς την ομοφυλοφιλία καθώς στην πορεία της εξέλιξής τους αναπτύσσουν και εκφράζουν έντονα συναισθήματα προς τα άτομα του ίδιου φύλου. Την κατάσταση αυτήν την θεώρησε ως μία κληρονομική εκφυλιστική ασθένεια. Παρομοίως ο Ellis, μελετώντας την σεξουαλικότητα από τα τέλη το 19ου έως και τις αρχές του 20ου αιώνα, όρισε την ομοφυλοφιλία ως «ένα σεξουαλικό ένστικτο που έμφυτα στρέφεται, ανώμαλα, προς τα πρόσωπα του ίδιου φίλου», υποστηρίζοντας έτσι και αυτός την μη φυσιολογικότητα της κατάστασης.
Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Freud, στοχαζόμενος επί της ανδρικής ομοφυλοφιλίας στο βιβλίο του «Τρία δοκίμια περί της θεωρίας της σεξουαλικότητας», υποστήριξε την παρουσία μιας εγγενούς, πρώιμης αλλά φυσιολογικής δισεξουαλικότητας και θεώρησε αφενός την ετεροφυλοφιλία ως φυσικό επακόλουθο μιας υγιούς ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης, αφετέρου την ομοφυλοφιλία ως μία καθήλωση της εξέλιξης αυτής. Ως εκ τούτου δεν αντιλαμβάνονταν την ομοφυλοφιλία ως μία ασθένεια αλλά ως μία παραλλαγή της οργάνωσης της σεξουαλικότητας. Επιπροσθέτως σχολίασε το γεγονός ότι μία τέτοια αναστολή εντοπίζεται σε άτομα των οποίων η σφαιρική λειτουργικότητα διατηρείται ακέραιη, άτομα τα οποία δεν εμφανίζουν άλλες παρεκκλίσεις από το φυσιολογικό, ενώ αντιτάχθηκε στην οποιαδήποτε προσπάθεια διαχωρισμού των ομοφυλόφιλων ως ομάδα ειδικού χαρακτήρα. Όσον αφορά στην θεραπευτική προσπάθεια μετατροπής, σε μία δημοσίευση μιας περίπτωσης γυναικείας ομοφυλοφιλίας αναφέρει: «Γενικά, το να αναλάβεις τη μετατροπή ενός πλήρους ομοφυλόφιλου σε ετεροφυλόφιλο δεν εγκυμονεί περισσότερες προοπτικές επιτυχίας από ότι το αντίστροφο πλην όμως για πρακτικούς λόγους το τελευταίο δεν επιχειρείται ποτέ». Εν αντιθέσει, μεταφροϋδικώς, ο Sando Rado διαφώνησε με την άποψη του Freud περί εγγενούς δισεξουαλικότητας και αντιλήφθηκε την ομοφυλοφιλία ως έναν τύπο φοβικής αποφυγής όσον αφορά στην έκφραση των φυσιολογικών ετεροφυλοφιλικών παρορμήσεων, επισημαίνοντας έτσι την παθολογικότητα της κατάστασης. Η ψυχαναλυτική αυτή θέση προανάγγειλε με έναν τρόπο την έναρξη των θεραπευτικών προσπαθειών «επανόρθωσης».
Το 1948 και 1953 αντίστοιχα, οι Kinsey et al δημοσιεύοντας δύο τόμους για την σεξουαλική συμπεριφορά των ανδρών και γυναικών, και έχοντας βασιστεί σε μελέτες που αφορούσαν σε έναν πληθυσμό αρκετών χιλιάδων Αμερικάνων, εισήγαγαν μία διπολική κλίμακα που επέτρεπε ένα συνεχές μεταξύ των μέχρι τότε διχότομων όρων ετεροφυλόφιλος και ομοφυλόφιλος, προσεγγίζοντας εντέλει την ομοφυλοφιλία ως μία φυσιολογική παραλλαγή και όχι ως ένα φαινόμενο αποκλείνoν και παθολογικό. Το διπολικό μοντέλο θεώρησης έρχονταν σε αντίθεση με τις προγενέστερες προσεγγίσεις οι οποίες κατά κανόνα ήταν διχαστικές. Πιο συγκεκριμένα ταξινόμησαν την σεξουαλική συμπεριφορά στις εξής κατηγορίες: «1) Αποκλειστικά ετεροφυλόφιλος, χωρίς καμία ένδειξη ομοφυλοφιλίας, 2) Βασικά ετεροφυλόφιλος, αλλά με συμπτωματική ομοφυλοφιλική εμπειρία, 3) Βασικά ετεροφυλόφιλος, αλλά με περισσότερο από μία συμπτωματική ομοφυλοφιλική εμπειρία, 4) Ετεροφυλόφιλος και ομοφυλόφιλος στον ίδιο βαθμό, 5) Βασικά ομοφυλόφιλος, αλλά με εμπειρία ετεροφυλοφιλίας περισσότερο από συμπτωματική, 6) Βασικά ομοφυλόφιλος, συμπτωματικά μόνο ετεροφυλόφιλος, 7) Αποκλειστικά ομοφυλόφιλος». Βασικό επιχείρημα για την απομάκρυνση των ερευνητών από τις διχαστικές προσεγγίσεις αποτέλεσε η πεποίθηση ότι η έννοια της ταξινόμησης και κατηγοριοποίησης των φαινομένων αποτελεί ανθρώπινη κατασκευή και ότι σε αντιδιαστολή «η φύση σπανίως ασχολείται με ξεκάθαρες κατηγορίες». Βέβαια στην πράξη η κλίμακα δεν αποτελεί ένα αληθινό συνεχές καθώς εντάσσει τα άτομα σε μία από τις επτά προαναφερθείσες κατηγορίες. Όσον αφορά στον ορισμό του σεξουαλικού προσανατολισμού οι Kinsey et al έλαβαν υπόψη τους και την ψυχολογική και την συμπεριφορική διάσταση, συμπεριλαμβάνοντας δηλαδή τόσο την σεξουαλική επιθυμία όσο και τις φανερές σεξουαλικές συμπεριφορές. Ενδιαφέρον έχει ότι στο σύνολο του ανδρικού πληθυσμού του δείγματος μόνον το 4% αφορούσε σε αποκλειστικά ομοφυλόφιλους ενώ το 37% είχε πραγματοποιήσει έστω και μία ομοφυλοφιλική δραστηριότητα, μέχρις οργασμού, κατά την διάρκεια της σεξουαλικής του ζωής.
Παράλληλα με την εργασία των Kinsey et al., και σε ανάλογο πνεύμα, η μελέτη των Ford και Beach (1951) κατέδειξε το γεγονός ότι η ομοφυλοφιλία αποτελεί ένα αρκετά σύνηθες φαινόμενο σε διαφορετικές κοινωνίες και πολιτισμούς, ενώ ομοφυλοφιλικές δραστηριότητες παρατηρούνται σχεδόν σε όλα τα πρωτεύοντα είδη. Το 1957 η ψυχολόγος Evelyn Hooker δημοσίευσε τα αποτελέσματα μιας μελέτης η οποία συνέκρινε τις προβλητικές δοκιμασίες δύο ομάδων με ομοφυλόφιλα και ετεροφυλόφιλα άτομα αντίστοιχα αποδεικνύοντας ότι η οποιαδήποτε διάκριση βάσει των δοκιμασιών ήταν αδύνατη. Με αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά διατύπωσε την άποψη ότι η ομοφυλοφιλία δεν αποτελεί ψυχοπαθολογική έκφραση, στοχεύοντας στην αποσύνδεση της από την έννοια της ψυχικής νόσου.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, και ενώ όπως προαναφέρθηκε μία ομάδα επιστημόνων επιχειρούσε να αποιατρικοποίησει την ομοφυλοφιλία, ψυχίατροι από τους κύκλους της ψυχανάλυσης και ψυχολόγοι από τους κύκλους του συμπεριφορισμού επέμεναν να την προσεγγίζουν ως μία ψυχοπαθολογική κατάσταση που έχρηζε θεραπευτικής αντιμετώπισης. Ψυχαναλυτές όπως οι Irving Bieber και Charles Socarides, επηρεασμένοι από το έργο του Sando Rando, φωτογράφησαν ένα ανεπαρκές και διαβρωτικό οικογενειακό περιβάλλον (κυριαρχική μητέρα / αποστασιοποιημένος, απορριπτικός πατέρας ο οποίος αποτυγχάνει να δώσει ένα ισχυρό πρότυπο) το οποίο και ευθύνονταν για την εκδήλωση της ομοφυλοφιλίας. Χαρακτηριστική είναι η θέση του Socarides ο οποίος στην βάση της ομοφυλοφιλίας διέκρινε μία απόφαση χωρισμού από την μητέρα η οποία τελικά πραγματώνεται ως μία φυγή από όλες τις γυναίκες. Γενικότερα οι ψυχαναλυτικές θέσεις μεταφροϋδικώς επηρέασαν την ψυχιατρική αντίληψη όσον αφορά στην ομοφυλοφιλία, έθεσαν τις βάσεις για την ανάπτυξη «επανορθωτικών» θεραπειών και με ένα τρόπο μεθόδευσαν την ένταξη και ταξινόμησή της στην πρώτη έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου για τις Ψυχικές Διαταραχές (DSM-I) που δημοσιεύτηκε το 1952 από την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία.
Στο DSM-I (1952) και στο DSM-II (1968) η ομοφυλοφιλία κατατασσόταν στις σεξουαλικές παρεκκλίσεις, ως μία κατάσταση παθολογικής φύσεως. Με έναρξη το 1968 gay ακτιβιστές, με την υποστήριξη πολλών ψυχιάτρων, ξεκίνησαν να διαμαρτύρονται ανοικτά όσον αφορά στην άποψη της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας ότι η ομοφυλοφιλία αποτελεί ψυχική νόσο. Βασικό τους επιχείρημα ήταν το γεγονός ότι προκειμένου να οριστεί μία κατάσταση ως ψυχοπαθολογική αυτή θα πρέπει να κινητοποιεί έντονη υποκειμενική δυσφορία και / ή να οδηγεί σε λειτουργική έκπτωση, κριτήρια τα οποία και δεν πληρούνται σε μία μεγάλη μερίδα ατόμων με μη ετεροφυλοφιλικό σεξουαλικό προσανατολισμό. Το 1973 αποφασίστηκε η τροποποίηση του εγχειριδίου με την αφαίρεση της ομοφυλοφιλίας από τις διαγνώσεις των ψυχικών διαταραχών. Στη θέση της διάγνωσης της ομοφυλοφιλίας ετέθη μία καινούργια, αυτή της διαταραχής του σεξουαλικού προσανατολισμού, σκιαγραφώντας έτσι τα άτομα εκείνα των οποίων ο ομοφυλοφιλικός τους προσανατολισμός είναι εγωδιστονικός και επομένως κινητοποιεί δυσφορία. Στην τρίτη έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου για τις Ψυχικές Διαταραχές DSM-III που δημοσιεύτηκε το 1980 η κατηγορία διαταραχή του σεξουαλικού προσανατολισμού αντικαταστάθηκε από αυτήν της εγωδιστονικής ομοφυλοφιλίας, για να περιγράψει ακριβώς την ίδια ομάδα ανθρώπων. Αντίστοιχα η δέκατη έκδοση της Διεθνούς Κατάταξης των Διαταραχών και των σχετικών Προβλημάτων, του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ICD-10 αναφέρεται στον εγωδιστονικό σεξουαλικό προσανατολισμό ορίζοντάς τον ως εξής: «Δεν υπάρχουν αμφιβολίες για την σεξουαλική ταυτότητα ή την ερωτική προτίμηση, αλλά το άτομο επιθυμεί να ήταν διαφορετικό εξαιτίας των συνοδών ψυχολογικών ή συμπεριφορικών διαταραχών και αναζητά θεραπεία για την αλλαγή του». Τελικά στην αναθεωρημένη έκδοση του DSM-III-R καταργείται η εγωδιστονική ομοφυλοφιλία, αντανακλώντας την πλήρη αποδοχή από την επίσημη ψυχιατρική κοινότητα της θέσης ότι η ομοφυλοφιλία αποτελεί μία φυσιολογική παραλλαγή της σεξουαλικότητας. Στο DSM-III-R και στο DSM-IV εμφανίζεται μία υποκατηγορία κάτω από τις σεξουαλικές διαταραχές μη προσδιοριζόμενες αλλιώς η οποία περιγράφει την επίμονη και σημαντική δυσφορία για τον σεξουαλικό προσανατολισμό, χωρίς όμως να προσδιορίζει το ποιος είναι αυτός, ομοφυλοφιλικός ή ετεροφυλοφιλικός.
Αδιαφορώντας για τις επίσημες θέσεις της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας περί φυσιολογικής παραλλαγής ορισμένοι επαγγελματίες ψυχικής υγείας, σχετιζόμενοι κατά πάσα πιθανότητα με συντηρητικούς πολιτικούς κύκλους και θρησκευτικά κινήματα, συνέχισαν και συνεχίζουν να αντιλαμβάνονται την ομοφυλοφιλία ως ψυχοπαθολογική και / ή ανήθικη, υποστηρίζοντας την αναγκαιότητα αλλά και την αποτελεσματικότητα των θεραπειών «μετατροπής». Τον Δεκέμβριο του 1998 η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία, σε απάντηση αυτών, δημοσίως διατύπωσε την αντίθεσή της απέναντι σε κάθε ψυχιατρική θεραπεία «επανόρθωσης» με το επιχείρημα ότι αυτές στηρίζονται στην λανθασμένη υπόθεση ότι η ομοφυλοφιλία αποτελεί ψυχική νόσο και επομένως χρήζει θεραπείας.