Κεφάλαιο 3ο : Αναπτυξιακοί παράμετροι
Η εμπειρία της συνειδητοποίησης και εκδήλωσης ενός μη ετεροφυλοφιλικού σεξουαλικού προσανατολισμού εξατομικεύεται και η κάθε προσπάθεια διατύπωσης ενός μοντέλου ανάπτυξης δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί μία γενίκευση. Τέτοιου είδους μοντέλα έχουν βασιστεί, ως επί το πλείστον, σε μελέτες που αφορούσαν σε Καυκάσιους άνδρες μέσης αστικής τάξης. Οι πληροφορίες για την ανάλογη εμπειρία ομοφυλόφιλων και διφυλόφιλων ατόμων που ανήκουν σε διαφορετικές εθνότητες και διαφορετικούς πολιτισμούς είναι περιορισμένες. Πάντως είναι σαφές ότι οι πολιτισμικές διαφορές που αφορούν στις αντιλήψεις περί σεξουαλικού προσανατολισμού επηρεάζουν και εντέλει καθορίζουν την εμπειρία της συνειδητοποίησης, αποδοχής και εκδήλωσης αυτού.
Από το 1973, όπως προαναφέρθηκε, η επίσημη ψυχιατρική κοινότητα προσεγγίζει την ομοφυλοφιλία ως μία φυσιολογική παραλλαγή, θέση που σαφώς και έχει τροποποιήσει, τουλάχιστον ως έναν βαθμό, τις στερεότυπες και στιγματιστικές κοινωνικές αντιλήψεις που αφορούν σε αυτήν. Παρόλα αυτά οι περισσότερες κοινωνίες, ιδιαιτέρως δε οι δυτικές, έχουν διαχρονικά διαμορφώσει αναμενόμενες αποδεκτές συμπεριφορές «αρρενωπότητας» και «θηλυκότητας» κατά κανόνα λαμβάνοντας υπόψη τα βιολογικά σεξουαλικά χαρακτηριστικά των ατόμων. Με έναν τρόπο δηλαδή ταυτίζουν την σεξουαλική ταυτότητα με την ταυτότητα και τον ρόλο του φύλου, αν και οι έννοιες αυτές δεν είναι απαραίτητο να βρίσκονται σε απόλυτη συμφωνία. Για παράδειγμα είναι κατακριτέο και ντροπιαστικό για ένα μικρό αγόρι να εκδηλώνει την προτίμησή του για κοριτσίστικα παιχνίδια και ο κανόνας λέει ότι το οικογενειακό του περιβάλλον θα προσπαθήσει να το αποθαρρύνει και να το απομακρύνει από τις «αποκλίνουσες» προτιμήσεις του. Επιπροσθέτως ο σεξουαλικός προσανατολισμός, ποιοτικά, όσον αφορά δηλαδή στην κατεύθυνσή του, θεωρείται ενδεικτικός της αρρενωπότητας ή την θηλυκότητας αντίστοιχα. Με άλλα λόγια ένας άνδρας συμβαδίζοντας με τα πρότυπα περί ανδρισμού και αρρενωπότητας αναμένεται να έλκεται από μία γυναίκα όπως και να εκδηλώνει ανάλογες σεξουαλικές συμπεριφορές, ενώ μία γυναίκα, κατά αντίστοιχο τρόπο, αναμένεται, εναρμονιζόμενη με την θηλυκότητά της, να επιθυμεί και να εμπλέκεται σεξουαλικά με άνδρες. Αναλυτικότερα για την σύμπτωση του σεξουαλικού προσανατολισμού με τον ρόλο του φύλου έχει αποδειχθεί το γεγονός ότι συμπεριφορές και εκδηλώσεις κοινωνικά μη συμβατές με την ταυτότητα του φύλου δεν είναι απόλυτα ενδεικτικές ενός μελλοντικού μη ετεροφυλοφιλικού προσανατολισμού. Μία τέτοια διαπίστωση φαίνεται να αντιπροσωπεύει σε μεγαλύτερο βαθμό τις γυναίκες. Όσον αφορά στους άνδρες αναδρομικές μελέτες έχουν αποκαλύψει μεγαλύτερη συσχέτιση ανάμεσα στον σεξουαλικό προσανατολισμό και στον μη συμμορφούμενο ρόλο του φύλου. Πάντως, επί της ουσίας, κάποια νεαρά αγόρια και κορίτσια των οποίων ο ρόλος του φύλου δεν είναι σύντονος με την ταυτότητά φύλου θα αναπτύξουν μη ετεροφυλοφιλικό σεξουαλικό προσανατολισμό και κάποια άλλα όχι. Σε γενικές λοιπόν γραμμές φαίνεται ότι η ετεροφυλοφιλία, η συμφωνία ανάμεσα στην ταυτότητα και τον ρόλο του φύλου, αλλά και η συμφωνία της ταυτότητας και του ρόλου του φύλου με τον σεξουαλικό προσανατολισμό υποθέτονται και προσδοκόνται με έναν σχετικά στερεότυπο τρόπο. Επιπροσθέτως, οι αντιλήψεις όσον αφορά στις όποιες αποκλίσεις από τις κοινωνικές νόρμες τείνουν να είναι περισσότερο αρνητικές και αυστηρές για τους άνδρες αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες θυματοποίησης, ενώ ο βαθμός αυστηρότητας φαίνεται να εξαρτάται από το πόσο πατριαρχική είναι η εκάστοτε κοινωνία.
Άνδρες gay και γυναίκες λεσβίες αρκετά συχνά αναφέρουν ότι αισθάνονταν με έναν τρόπο διαφορετικοί, σε σύγκριση με τους συνομήλικους τους, από αρκετά μικρή ηλικία πριν ακόμα συνειδητοποιήσουν την σεξουαλικότητά τους. Σε τέτοιες ηλικίες η ανάπτυξη συμπεριφορών κοινωνικά μη σύντονων με τον ρόλο του φύλου συνήθως γίνονται πρώιμα αντιληπτές από μέρους τους και τα παιδιά αυτά εύκολα τις καταγράφουν ως διαφορετικές καθώς ήδη έχουν αποκτήσει ενημερότητα για το τι θεωρείται κοινωνικά αποδεκτό και τι όχι. Αργότερα, κατά τη διάρκεια συνήθως της εφηβείας, συνειδητοποιούν την παρουσία φαντασιώσεων, αισθημάτων έλξης και ερωτικής διέγερσης που στοχεύουν προς τους ομόφυλούς τους όντας και πάλι ενήμεροι για την απόκλιση τους σε σχέση με αυτό που θεωρείται αναμενόμενο και κανονικό. Ένας έφηβος έχοντας μεγαλώσει σε μία κοινωνία που αντιλαμβάνεται τις έννοιες του ρόλου του φύλου και του σεξουαλικού προσανατολισμού στερεότυπα είναι πολύ πιθανόν να βρεθεί σε σύγχυση, στα πλαίσια μίας τέτοιας συνειδητοποίησης. Έχοντας λοιπόν σταδιακά εσωτερικεύσει όλες εκείνες τις αρνητικές στάσεις για ανάλογα αισθήματα και συμπεριφορές, κατάσταση η οποία ονομάζεται «εσωτερικευμένη ομοφοβία», αρχίζει να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του με έναν τρόπο αρνητικό, επικρίνοντας τον για τις προτιμήσεις του. Εάν κατά το παρελθόν έχει τιμωρηθεί από το οικογενειακό περιβάλλον για ανάρμοστες για το φύλο του συμπεριφορές τότε οι ομοφοβικές αντιλήψεις είναι ακόμα πιο σκληρές και άκαμπτες. Επιπρόσθετα η ομοφοβία ενισχύεται και από την στάση των συνομηλίκων του απέναντι σε τρίτα άτομα που εμφανίζουν αντιστοίχως άτυπες συμπεριφορές και ομοφυλοφιλικά αισθήματα. Το να είναι κάποιος διαφορετικός εισπράττεται ως κάτι ανεπιθύμητο. Υπό ένα τέτοιο πρίσμα είναι δυνατόν να κατασκευαστούν πεποιθήσεις αναξιότητας και ελαττωματικότητας πυροδοτώντας έτσι συναισθηματική δυσφορία. Παράλληλα ο αναδυόμενος ομοφυλοφιλικός σεξουαλικός προσανατολισμός συχνά αμφισβητείται. Σύνηθες στρατηγικές είναι η συγκάλυψη της οποιαδήποτε ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς, η κοινωνική απόσυρση, η συναισθηματική αποστασιοποίηση και η υιοθέτηση ενός ασεξουαλικού προσωπείου, με αποτέλεσμα την καθυστέρηση όσον αφορά στην κοινωνική και σεξουαλική ωρίμανση, η υπεραναπλήρωση με προσπάθειες διάκρισης σε ακαδημαϊκούς ή / και αθλητικούς χώρους, με προσπάθειες ερωτικής σύνδεσης με το αντίθετο φύλο με στόχο είτε την αλλαγή είτε απλώς την αποφυγή της θυματοποίησης, συχνά με υπερβολική και με έναν τρόπο καταναγκαστική ετεροφυλοφιλική υπερσεξουαλικότητα και με εκδηλώσεις εχθρικών anti-gay συμπεριφορών, άλλες πάλι φορές με στροφή σε θρησκευτικούς κύκλους. Υπό ιδανικές συνθήκες, σταδιακά, συνήθως στο τέλος της εφηβείας ή στην πρώιμη ενήλικη ζωή, ο νέος θα αρχίσει να εξερευνεί τον σεξουαλικό του προσανατολισμό σχετιζόμενος με ομόφυλούς του, έστω και με σχετική μυστικοπάθεια, θα τον αποδεχθεί, ενώ σε δεύτερο χρόνο θα τον εξωτερικεύσει σε τρίτους ενσωματώνοντας τον τελικά σε μία σφαιρική υγιή θεώρηση του εαυτού. Με την ωρίμανση αυτή ο σεξουαλικός προσανατολισμός θα μπορούσε να θεωρηθεί πια ένα μέρος της γενικής ταυτότητας και όχι το καθοριστικό της χαρακτηριστικό.