top of page

Κεφάλαιο 4ο : Ομοφυλοφιλία και ψυχοπαθολογία

 

Στα τέλη του 20ου και στις αρχές του 21ου αιώνα διενεργήθηκαν μελέτες οι οποίες κατέδειξαν ότι ο ομοφυλοφιλικός και διφυλοφιλικός σεξουαλικός προσανατολισμός συσχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης ψυχικής διαταραχής, όπως μείζονα καταθλιπτική διαταραχή, γενικευμένη αγχώδης διαταραχή, διαταραχή πανικού, εξάρτηση από αλκοόλ και / ή άλλες ψυχοτρόπες ουσίες, καθώς και αυξημένο κίνδυνο αυτοκτονικότητας (αυτοκτονικός ιδεασμός και απόπειρες). Για παράδειγμα οι Cochran & Mays (2000) ανέφεραν υψηλότερα ποσοστά κατάθλιψης και πανικού σε άνδρες με ομόφυλους σεξουαλικούς συντρόφους καθώς και υψηλοτέρα ποσοστά εξάρτησης από αλκοόλ και ψυχοτρόπες ουσίες σε γυναίκες με αντίστοιχο σεξουαλικό προσανατολισμό. Παρομοίως οι Cochran et al (2003) διαπίστωσαν ότι οι ομοφυλόφιλοι και διφυλόφιλοι άνδρες είχαν τριπλάσια πιθανότητα να διαγνωσθούν ως πάσχοντες από μείζονα καταθλιπτική διαταραχή και σχεδόν πενταπλάσια πιθανότητα ως πάσχοντες από διαταραχή πανικού. Παράλληλα η διάγνωση της γενικευμένους αγχώδους διαταραχής ήταν συχνότερη σε ομοφυλόφιλες και διφυλόφιλες γυναίκες από ότι σε ετεροφυλόφιλες. Ειδικότερα για την αυτοκτονικότητα προέκυψε ότι ο κίνδυνος είναι αυξημένος, ιδιαιτέρως δε σε έφηβους και νέους οι οποίοι αναζητούν βοήθεια σε ειδικά κέντρα υποστήριξης. Επιπροσθέτως φάνηκε ότι ο αυτοκτονικός ιδεασμός και οι πραγματοποιηθείσες απόπειρες δεν εξηγούνται από την παρουσία ψυχοπαθολογίας όπως για παράδειγμα καταθλιπτικών συμπτωμάτων ή / και κατάχρησης ψυχοτρόπων ουσιών αλλά περισσότερο συνδέονται με την περιθωριοποίηση και αποξένωση που μπορεί να βιώνουν τα άτομα αυτά στα πλαίσια της απορριπτικής στάσης των συνομήλικων τους και των οικογενειών τους. Αντιστοίχως η κυρίαρχη υπόθεση για την ερμηνεία των διαφορών όσον αφορά στις ειδικές ψυχικές διαταραχές είναι ότι το βίωμα του στιγματισμού και της θυματοποίησης, συχνό σε άτομα που ανήκουν σε σεξουαλικές μειονότητες, επηρεάζει και τροποποιεί την επίπτωση τους. Βέβαια οι μελέτες που καταδεικνύουν αυξημένα ποσοστά έχουν κάποιους περιορισμούς όπως το γεγονός ότι λαμβάνουν υπόψη την σεξουαλική δραστηριότητα και μόνον προκειμένου να ορίσουν τον σεξουαλικό προσανατολισμό καθώς και το ότι τα περισσότερα δεδομένα έχουν προκύψει από στατιστικά κέντρων υποστήριξης, οδηγώντας ενδεχομένως σε μία υπερεκτίμηση των ποσοστών. Τελικά όποια και να είναι η συχνότητα εμφάνισης ψυχοπαθολογίας, είτε αυξημένη είτε όχι, επί της ουσία το μεγαλύτερο ποσοστό των ατόμων με ομοφυλοφιλικό ή διφυλοφιλικό προσανατολισμό δεν πληρεί τα διαγνωστικά κριτήρια κάποιας ψυχικής διαταραχής και δεν αναπτύσσει αυτοκτονικότητα.

Σε κάθε περίπτωση έχει διαπιστωθεί ότι ένας αρκετά μεγάλος αριθμός ατόμων με μη ετεροφυλοφιλικό σεξουαλικό προσανατολισμό θα αναζητήσει κάποια στιγμή στη ζωή του θεραπεία και μάλιστα το ποσοστό ενδεχομένως να είναι μεγαλύτερο από αυτό που αφορά στους ετεροφυλόφιλους θεραπευόμενους. Μία τέτοια διαφορά είναι πιθανόν να οφείλεται στα υψηλότερα ποσοστά περιβαλλοντικού stress που υφίστανται τα άτομα που ανήκουν στις σεξουαλικές μειονότητες, στα πλαίσια των αρνητικών κοινωνικών στάσεων και αντιλήψεων, σε συνδυασμό με την περιορισμένη κοινωνική υποστήριξη που λαμβάνουν, ένας συνδυασμός που μπορεί να ευοδώσει την εκδήλωση ψυχοπαθολογίας, αν και όπως προαναφέρθηκε δεν είναι απόλυτα σαφές το αν τα άτομα αυτά αναπτύσσουν ψυχικές διαταραχές με αυξημένη συχνότητα. Μία εναλλακτική υπόθεση που έχει διατυπωθεί, όσον αφορά στην αυξημένη προσέλευση είναι ότι η εμπειρία της «διαφορετικότητας» έχει με έναν τρόπο καλλιεργήσει την αυτογνωσία, οπότε τα άτομα αυτά, όντας ευαισθητοποιημένα, θα επιδιώξουν ευκολότερα επαγγελματική βοήθεια προκειμένου να διαχειριστούν τις όποιες δυσκολίες αντιμετωπίζουν.

bottom of page