top of page

Κεφάλαιο 1ο : Αποσαφηνίζοντας βασικές έννοιες

 

Εισαγωγικά ας προσπαθήσουμε να ορίσουμε κάποιες βασικές έννοιες. Ο όρος «σεξουαλική ταυτότητα» (sexual identity) αναφέρεται «στο σύνολο των βιολογικών σεξουαλικών χαρακτηριστικών ενός ατόμου, δηλαδή χρωμοσώματα, γονάδες, ορμόνες, εσωτερικά και εξωτερικά γεννητικά όργανα. Σε φυσιολογική ανάπτυξη, όλα αυτά συγκροτούν ένα συμπαγές σύνολο ώστε το άτομο να μην έχει αμφιβολίες για το φύλο του». Ο πιο γενικός όρος «φύλο» (gender) αναφέρεται στους κοινωνικούς ρόλους και συμπεριφορές αλλά και στις ψυχολογικές εκείνες ιδιότητες που αποδίδει η εκάστοτε κοινωνία σε έναν άνδρα και μία γυναίκα αντίστοιχα. Σε μία προσπάθεια  αναλυτικότερης προσέγγισης της έννοιας του «φύλου» επινοήθηκαν οι όροι «ταυτότητα φύλου» (gender identity) και «ρόλος του φύλου» (gender role). Η «ταυτότητα φύλου» αναφέρεται στην σταθερή υποκειμενική αίσθηση και αναγνώριση του εαυτού ως άνδρα ή γυναίκα, ενώ ο «ρόλος του φύλου» αναφέρεται στην δημόσια έκφραση της «ταυτότητας φύλου», στον τρόπο δηλαδή με τον οποίον ένα άτομο επικοινωνεί προς τους τρίτους το γεγονός ότι αισθάνεται άνδρας ή γυναίκα. Συνήθως η σεξουαλική ταυτότητα, η ταυτότητα φύλου και ο ρόλος του φύλου βρίσκονται σε συμφωνία. Δηλαδή για παράδειγμα ένας άνδρας φέροντας όλα εκείνα τα βιολογικά χαρακτηριστικά που καθορίζουν την σεξουαλική του ταυτότητα αισθάνεται άνδρας και εκφράζεται με έναν τρόπο αντίστοιχο, όπως αναμένεται από τις κοινωνικές και πολιτισμικές προσδοκίες. Αυτό δεν συμβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις. Η ταυτότητα φύλου μπορεί να μην συμπίπτει με την σεξουαλική ταυτότητα και ο ρόλος του φύλου να μην συμβαδίζει με την ταυτότητα φύλου. Με άλλα λόγια ένα άτομο ανεξάρτητα από την σεξουαλική του ταυτότητα μπορεί να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως άνδρα ή γυναίκα, ενώ η προς τα έξω έκφραση να μην συμπίπτει με την εν λόγω υποκειμενική αντίληψη.

Στην επιστημονική βιβλιογραφία ο ορισμός της έννοιας του «σεξουαλικού προσανατολισμού» έχει διατυπωθεί με ποικίλους τρόπους, παρεμφερείς όχι όμως και απόλυτα σύμφωνους. Σύμφωνα με τον ορισμό της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρίας, ο σεξουαλικός προσανατολισμός προσδιορίζει την ερωτική, συναισθηματική και σεξουαλική διέγερση και επιθυμία ενός ατόμου για άλλα άτομα βασιζόμενη στην σεξουαλική ταυτότητα και την ταυτότητα φύλου αυτών. Ο ορισμός δεν αναφέρεται στο είδος των σεξουαλικών δραστηριοτήτων που θα εκδηλώσει το άτομο. Ο Παγκόσμιος οργανισμός Υγείας ορίζει τον ομοφυλοφιλικό σεξουαλικό προσανατολισμό ως εξής: «Ο ομοφυλοφιλικός προσανατολισμός δείχνει ότι ένα άτομο ωθείται ψυχολογικά πιο πολύ να αναπτύξει μία σωματική και συναισθηματική σχέση με ένα άτομο του ίδιου φύλου, παρά με ένα άτομο του αντίθετου φύλου. Η ψυχολογική έλξη, συνήθως αλλά όχι αναγκαστικά, περιλαμβάνει και σωματική έκφραση». Ο ορισμός αυτός αναφέρεται και στην σεξουαλική δραστηριότητα χωρίς όμως αυτή να θεωρείται αναγκαία προϋπόθεση.

  Απαρτιώνοντας τις διαφορετικές προσεγγίσεις του όρου φαίνεται ότι εννοιολογικά ο σεξουαλικός προσανατολισμός εμπεριέχει δύο παραμέτρους. Μία ψυχολογική η οποία προσδιορίζει την επιθυμία, την έλξη, και μία συμπεριφορική η οποία περιγράφει τις σεξουαλικές δραστηριότητες. Η πρώτη, η ψυχολογική, ενέχει την μεγαλύτερη σημασία καθώς φαίνεται ότι εγκαθίσταται νωρίς στην ζωή του ατόμου και είναι σταθερή και ανθεκτική στη αλλαγή. Η δεύτερη, που αφορά στις σεξουαλικές δραστηριότητες, είναι πιο σχετική καθώς είναι δυνατόν να επηρεαστεί από εξωτερικά περιβαλλοντικά ερεθίσματα. Υπό αυτήν την έννοια η σεξουαλική δραστηριότητα ενός εφήβου είναι δυνατόν να αλλάξει κατεύθυνση στα πλαίσια ευκαιριακών πειραματισμών, ενώ ομοφυλοφιλικές δραστηριότητες είναι δυνατόν να παρατηρηθούν συμπτωματικά σε καταστάσεις μακροχρόνιων συμβιώσεων, όπως για παράδειγμα σε καράβια ή σε φυλακές. Αυτός προφανώς είναι και ο λόγος που στον ορισμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας δεν θεωρείται αναγκαία η συμπεριφορική διάσταση του σεξουαλικού προσανατολισμού. Σε αυτές τις δύο παραμέτρους είναι δυνατόν να προστεθεί και μία τρίτη η οποία έχει να κάνει με μία αίσθηση «ταυτότητας», πιο συγκεκριμένα με την υποκειμενική αντίληψη του εαυτού ως έχων έναν συγκεκριμένο προσανατολισμό, αν και μία μερίδα ατόμων που αναπτύσσει ομοφυλοφιλικές συμπεριφορές, είτε σε επίπεδο φαντασίωσης και επιθυμίας, είτε σε επίπεδο σεξουαλικής πράξης, δεν αποδέχεται την όποια ταυτοποίηση, καθώς αντιλαμβάνεται τον σεξουαλικό προσανατολισμό ως μία σχετικά ρευστή κατασκευή. Οι τρεις αυτές παράμετροι δεν είναι απαραιτήτως σύντονες μεταξύ τους. Όσον αφορά στους όρους διφυλόφιλος ή δισεξουαλικός (bisexual) αυτοί βιβλιογραφικά αναφέρονται σε ομοφυλόφιλους που διατηρούν και ετερόφυλες σχέσεις, ενώ ο όρος αμφιφυλοφιλία ή αμφισεξουαλικότητα (ambisexuality) χρησιμοποιείται για να περιγράψει εκείνα τα άτομα που έλκονται εξίσου και από τα δύο φύλα. Επιπρόσθετα οι λέξεις gay και straight αναφέρονται στους ομοφυλόφιλους και ετεροφυλόφιλους αντίστοιχα και η λέξη λεσβία χρησιμοποιείται εναλλακτικά για να περιγράψει την γυναίκα ομοφυλόφιλο. Τους όρους gay και λεσβία συχνά προτιμούν εκείνοι οι ομοφυλόφιλοι που έχουν αποδεχθεί τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον η Αμερικάνικη Ψυχολογική Εταιρεία προτείνει την χρήση των όρων αυτών έναντι του όρου ομοφυλόφιλος ο οποίος διαχρονικά είναι αρνητικά φορτισμένος.

Σε κάθε περίπτωση πέρα από κάθε ορισμό η σύγχρονη επιστημονική αντίληψη προσεγγίζει τις έννοιες της ομοφυλοφιλίας και της ετεροφυλοφιλίας όχι ως δύο καταστάσεις διχότομες αλλά ως τα δύο άκρα ενός συνεχούς μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να εκδηλωθούν όλοι οι πιθανοί συνδυασμοί σεξουαλικής έλξης και συμπεριφοράς.

bottom of page