top of page

Όταν κάποιος προσπαθεί να κατανοήσει τις νοητικές και αναπτυξιακές διαταραχές είναι απαραίτητο να λάβει υπόψη του την έννοια της νοημοσύνης και του τι σημαίνει ο όρος αυτός σε συνάρτηση με τη νοητική, αλλά και με τη χρονολογική ηλικία. Επίσης σημαντική για τη κατανόηση των νοητικών και αναπτυξιακών διαταραχών είναι η δυνατότητα διάκρισης μεταξύ των καθυστερήσεων στην ανάπτυξη και των δια βίου ελλειμμάτων στη μάθηση και τη σκέψη.

  

Τα άτομα με νοητικές και αναπτυξιακές διαταραχές παρουσιάζουν ανεπάρκειες στη νοητική λειτουργικότητα και στις δεξιότητες προσαρμογής. Η νοητική λειτουργικότητα, από τη μία, αξιολογείται με ατομική δοκιμασία νοημοσύνης, ενώ οι δεξιότητες προσαρμογής, από την άλλη, συχνά εκτιμώνται με τη χρήση δομημένων συνεντεύξεων, οι οποίες αξιολογούν την επάρκεια σε τομείς, όπως η φροντίδα του εαυτού, η επικοινωνία και οι κοινωνικές δεξιότητες. Οι περιορισμοί στους γενικούς αυτούς τομείς συχνά καταλήγουν σε προβλήματα μάθησης (που αφορούν τόσο στην ποιότητα όσο και στην ποσότητα των πληροφοριών) και σε έναν βραδύτερο ρυθμό ανάπτυξης, σε σύγκριση με τα παιδιά που δεν έχουν αυτά τα προβλήματα. Τα παιδιά με νοητικές και αναπτυξιακές διαταραχές μπορεί  να καθυστερήσουν στην κατάκτηση αναπτυξιακών οροσήμων (ομιλία, βάδιση, δεξιότητες αυτοεξυπηρέτησης). Υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία στο βαθμό λειτουργικότητας στα παιδιά αυτά και, ενώ μερικά έχουν μόνο μέτρια καθυστέρηση, άλλα έχουν σοβαρά προβλήματα προσαρμογής και μάθησης.

Στις αναπτυξιακές διαταραχές, είναι χαρακτηριστικό το οικογενειακό ιστορικό παρόμοιων ή συναφών διαταραχών και υπάρχουν ενδείξεις για το σημαντικό ρόλο που παίζουν γενετικοί παράγοντες στην αιτιολογία πολλών περιπτώσεων (αλλά όχι όλων). Περιβαλλοντικοί παράγοντες συχνά επηρεάζουν τις προσβληθείσες αναπτυξιακές λειτουργίες, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις η επίδραση τους δεν έχει μεγάλη σημασία. Ωστόσο, αν και σε γενικές γραμμές υφίσταται ομοφωνία ως προς τη συνολική εννοιολογική σύλληψη των διαταραχών που περιλαμβάνονται σε αυτή την ενότητα, στις περισσότερες περιπτώσεις η αιτιολογία είναι άγνωστη και παραμένουν αβέβαια τόσο τα όρια όσο και οι ακριβείς υποδιαιρέσεις των αναπτυξιακών διαταραχών.

Υπάρχουν οι:

  • Ειδικές Αναπτυξιακές Διαταραχές της Ομιλίας και της Γλώσσας (του λόγου), 

  • Ειδικές Αναπτυξιακές Διαταραχές των Σχολικών Ικανοτήτων,

  • Ειδικές Αναπτυξιακές Διαταραχές της Κινητικής Λειτουργίας,

  • Μεικτές Ειδικές Αναπτυξιακές Διαταραχές, και 

  • Διάχυτες Αναπτυξιακές Διαταραχές

Οι Ειδικές Αναπτυξιακές Διαταραχές της Ομιλίας και της Γλώσσας αφορούν διαταραχές κατά τις οποίες ο φυσιολογικός τρόπος εκμάθησης της γλώσσας διαταράσσεται από τα αρχικά στάδια της ανάπτυξης. Οι καταστάσεις αυτές δεν αποδίδονται άμεσα σε νευρολογικές αποκλίσεις ή αποκλίσεις του μηχανισμού της ομιλίας, σε βλάβες των αισθητηριακών οργάνων, σε νοητική υστέρηση ή σε περιβαλλοντικούς παράγοντες. Το παιδί μπορεί να είναι σε θέση να επικοινωνεί ή να κατανοεί καλύτερα σε ορισμένες οικείες συνθήκες, παρά σε άλλες, αλλά η γλωσσική ικανότητα είναι διαταραγμένη σε κάθε περιβάλλον.

Οι Ειδικές Αναπτυξιακές Διαταραχές των Σχολικών Ικανοτήτων αφορούν διαταραχές στις οποίες οι φυσιολογικοί τύποι απόκτησης των ικανοτήτων διαταράσσονται στα πρώιμα στάδια της ανάπτυξης. Δεν πρόκειται απλώς για επακόλουθο της έλλειψης ευκαιριών για μάθηση, ούτε οφείλονται σε κάποιο είδος επίκτητου εγκεφαλικού τραύματος ή νοσήματος, αλλά οφείλονται μάλλον σε δυσλειτουργίες στη γνωστική διαδικασία.

Οι Ειδικές Αναπτυξιακές Διαταραχές της Κινητικής Λειτουργίας έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τη σοβαρή μειονεξία στην ανάπτυξη του συντονισμού των κινήσεων, η οποία δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί αποκλειστικά σε γενική νοητική καθυστέρηση ή σε οποιαδήποτε ειδική συγγενή ή επίκτητη νευρολογική διαταραχή. Συνήθως, η κινητική αδεξιότητα σχετίζεται με κάποιου βαθμού μείωση της επίδοσης σε οπτικό-χωρικές γνωστικές δοκιμασίες.

Οι Μεικτές Ειδικές Αναπτυξιακές Διαταραχές αφορούν μία ασαφή, ανεπαρκώς καθορισμένη από εννοιολογικής απόψεως (αλλά απαραίτητα) υπολειμματική κατηγορία διαταραχών, στις οποίες υπάρχει μείγμα ειδικών αναπτυξιακών διαταραχών της ομιλίας και της γλώσσας, των σχολικών ικανοτήτων ή/και της κινητικής λειτουργίας, χωρίς όμως να επικρατεί κάποια από τις διαταραχές αυτές, ώστε να διαγνωσθεί κατά προτεραιότητα. Συνηθισμένο φαινόμενο είναι να σχετίζεται καθεμιά από τις διαταραχές αυτές με κάποιου βαθμού γενική ελλειμματικότητα των γνωστικών λειτουργιών. Αυτή η μεικτή κατηγορία χρησιμοποιείται, μόνο όταν υπάρχει σημαντική αλληλοεπικάλυψη μεταξύ μεμονωμένων αναπτυξιακών διαταραχών, όταν παρατηρούνται, δηλαδή, δυσλειτουργίες που πληρούν τα κριτήρια για δύο ή περισσότερες από τις παραπάνω κατηγορίες ειδικών αναπτυξιακών διαταραχών.  

 

Οι Διάχυτες Αναπτυξιακές Διαταραχές (ΔΑΔ) αποτελούν την πιο γνωστή ομάδα αναπτυξιακών διαταραχών, στις οποίες περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι Διαταραχές του Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ), αλλά και η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ). Χαρακτηρίζονται από διάχυτα νευρολογικά προβλήματα με έναρξη στην παιδική ηλικία και παραμένουν σε όλη τη διάρκεια της ζωής. Προκαλούν ποιοτικές βλάβες στην κοινωνική αλληλεπίδραση και τη λεκτική και/ή μη λεκτική επικοινωνία κι επιτρέπουν ένα περιορισμένο μόνο εύρος δραστηριοτήτων. Οι ποιοτικές αυτές αποκλίσεις αποτελούν διάχυτο χαρακτηριστικό της λειτουργικότητας του ατόμου, υπό οποιαδήποτε δηλαδή συνθήκη και σε οποιοδήποτε πλαίσιο, αν και είναι δυνατόν να ποικίλλουν σε βαρύτητα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ανάπτυξη δεν είναι φυσιολογική, ήδη από τη νηπιακή ηλικία. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι καταστάσεις αυτές εκδηλώνονται κατά την πρώτη πενταετία της ζωής. Είναι συνηθισμένο, αλλά όχι απαραίτητο, να συνυπάρχει κάποιου βαθμού ανεπάρκεια των γενικών γνωστικών λειτουργιών. Όμως οι διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές ορίζονται βάσει της συμπεριφοράς που παρεκκλίνει σε σχέση με τη νοητική ηλικία (είτε το άτομο έχει νοητική υστέρηση, είτε όχι). Πιθανά συννοσηρά προβλήματα που μπορούν να παρουσιαστούν είναι νοητικές βλάβες, προβλήματα στη γλώσσα και τη μάθηση, επιληψία και νευρολογική δυσλειτουργία, ενώ υπάρχει κίνδυνος για συννοσηρά ψυχιατρικά προβλήματα. Υπάρχουν κάποιες διαφωνίες σχετικά με την υποδιαίρεση αυτής της γενικής ομάδας των διάχυτων αναπτυξιακών διαταραχών, οπότε καθίσταται δύσκολη η διαφορό-διάγνωση των διαταραχών στους επιμέρους τύπους.

Αξιολόγηση Αναπτυξιακών Διαταραχών

Το πλήρες αναπτυξιακό και ιατρικό ιστορικό είναι απαραίτητο για να προσδιοριστεί η ενδεχόμενη αιτιολογία, η έναρξη (πριν τα 18 έτη) και ο αποκλεισμός άλλων συναφών διαγνώσεων. Τα αναπτυξιακά ορόσημα παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τους τομείς της ανάπτυξης που μπορεί να έχουν προσβληθεί. Ο βαθμός της χρονικής καθυστέρησης μπορεί να είναι χρήσιμος και για τον καθορισμό της έκτασης του προβλήματος. Οι πληροφορίες για τα «δυνατά» σημεία ενός παιδιού μπορεί να είναι πολύ χρήσιμες για τη μελλοντική παρέμβαση. Ορισμένα παιδιά με νοητική υστέρηση έχουν πχ εξαιρετική ικανότητα να μιμούνται άλλους και στην περίπτωση αυτή η μίμηση προτύπου μπορεί να είναι μια αποτελεσματική στρατηγική παρέμβασης. Η ατομική αξιολόγηση της νοημοσύνης είναι αποφασιστικής σημασίας για να καθοριστεί ένα ο ΔΝ εμπίπτει στην περιοχή/ εύρος της νοητικής υστέρησης. Εκτός από τον χαμηλό ΔΝ (περίπου 2 τυπικές αποκλίσεις κάτω του μέσου), η διάγνωση της νοητικής υστέρησης απαιτεί, επίσης, την ταυτοποίηση σημαντικών ελλειμμάτων στην προσαρμοστική συμπεριφορά.

Παρέμβαση και Πρόληψη

Η θετική επίδραση των προγραμμάτων πρώιμης παρέμβασης κατά τα 5 πρώτα έτη της ζωής έχει σαφώς τεκμηριωθεί στην πρόληψη προβλημάτων γνωστικής ανάπτυξης. Οι παρεμβάσεις σε παιδιά με νευροαναπτυξιακές διαταραχές ποικίλλουν ευρύτατα, ανάλογα με τον ειδικό τομέα που αποτελεί στόχο για βελτίωση. Η πλειονότητα των παρεμβάσεων εστιάζει στον περιορισμό των συμπεριφορικών και συναισθηματικών προβλημάτων ή στην αύξηση των κοινωνικών, εκπαιδευτικών ή προσαρμοστικών λειτουργιών. Δεν υπάρχει θεραπεία, αλλά μορφές παρεμβάσεις που εξατομικεύονται, ανάλογα με το κάθε παιδί και τα ζητήματα που αντιμετωπίζει, με στόχο, όπως αναφέρθηκε, τη βελτίωση της ποιότητας ζωής της οικογένειας, την αύξηση της λειτουργικότητας και της προσαρμοστικής συμπεριφοράς του παιδιού και τη διαχείριση των συμπεριφορικών ζητημάτων ή συννοσηρών προβλημάτων που μπορεί να αντιμετωπίζει. Η φαρμακευτική αγωγή που προτείνεται σε ορισμένες περιπτώσεις στοχεύει σε συγκεκριμένα ζητήματα και σε γενικές γραμμές γίνεται με φειδώ στις ηλικιακές αυτές ομάδες.

Τα συμπεριφορικά προγράμματα αποτελούν μια επιτυχημένη προσπάθεια στην τροποποίηση των προβληματικών κοινωνικών και συναισθηματικών μορφών συμπεριφοράς. Ο λόγος για την επιτυχία των προγραμμάτων αυτών μπορεί να συνδεθεί με την εστίαση τους στην «κατάτμηση» της προβληματικής συμπεριφοράς στα συστατικά της στοιχεία (απλοποίηση) και στη συστηματική δόμηση συμπεριφορών περισσότερο κοινωνικά προσαρμοστικών μέσω της διαχείρισης των συμεπριφορικών συνδέσεων.

Η συμμετοχή των γονέων στη διαδικασία παρέμβασης, μέσω προγραμμάτων εκπαίδευσης γονέων, είναι ιδιαίτερα σημαντική. Η έρευνα έχει δείξει ότι οι γονείς μπορούν να είναι αποτελεσματικοί καταγραφείς της προόδου των παιδιών τους και αν αυξάνουν τη συνολική επιτυχία, βοηθώντας τα πχ να μεταφέρουν δεξιότητες από τη μία κατάσταση στην επόμενη. Υπάρχουν πολλοί τρόποι με τους οποίους οι γονείς μπορούν να ενισχύσουν τη βελτίωση των παιδιών τους, όπως πχ βοηθώντας τα να μεταφέρουν στο περιβάλλον του σπιτιού δεξιότητες που έμαθαν στο σχολείο, ή δεξιότητες που έμαθαν σε δραστηριότητες αναψυχής, σε κοινωνικές δραστηριότητες (δυνατότητα για γενίκευση). Να σημειωθεί ότι η μεταφορά πληροφοριών από τη μία κατάσταση στην άλλη είναι ένα από τα δυσκολότερα έργα για παιδιά με νευροαναπτυξιακά ζητήματα.

Σχετικά με τα εκπαιδευτικά προγράμματα στο σχολείο και για το κατά πόσον απαιτείται ειδική αγωγή ή η ένταξη του παιδιού σε κανονικές τάξεις, είναι πιθανό ότι ο βαθμός επιτυχίας προβλέπεται μάλλον από τον τύπο του προγράμματος παρέμβασης (εντατική διδασκαλία, ατομική προσοχή, καταγραφή της προόδου), παρά από τον τύπο τάξης στην οποία τοποθετείται το παιδί.

Δεδομένου του εύρους των ατομικών διαφορών στην εμφάνιση συμπτωμάτων στα άτομα με νευροαναπτυξιακές διαταραχές και ιδιαίτερα σε παιδιά με διαταραχές του αυτιστικού φάσματος, οι προοπτικές που αφορούν στη θεραπεία και στην παρέμβαση μπορούν να προκαλέσουν σύγχυση στους γονείς (λόγω των πολλαπλών διαθέσιμων επιλογών), οι οποίοι μπορεί να αναζητούν με ζήλο πληροφορίες στο διαδίκτυο, με ελάχιστη καθοδήγηση σχετικά με την ποιότητα αυτών των παρεμβάσεων. Για το σκοπό αυτό, επισημαίνεται ότι οι επαγγελματίες θα πρέπει να συμβουλεύουν τους γονείς, όταν εκείνοι αναζητούν πληροφορίες για θεραπείες.

Στοιχεία που αναγνωρίζονται ως προτεραιότητες στους στόχους παρέμβασης:

  • παρέμβαση όσο πιο νωρίς γίνεται

  • ανάγκη για εντατικές παρεμβάσεις

  • συμπερίληψη εκπαίδευσης των γονέων

  • εστίαση στην ενίσχυση των κοινωνικών δεξιοτήτων και των δεξιοτήτων επικοινωνίας

  • ενσωμάτωση ατομικών στόχων στη συστηματική διδασκαλία

  • παροχή σημαντικών ευκαιριών για τη γενίκευση των δεξιοτήτων σε πολλές καταστάσεις

  • στόχευση σε συγκεκριμένα ελλείμματα (προσοχή, συμμόρφωση, κατάλληλο παιχνίδι)

  • χρήση ενός έντονα δομημένου και προβλέψιμου προγράμματος με μικρή αναλογία μαθητών-προσωπικού

  • εισαγωγή των προγραμμάτων σε ποικίλες καταστάσεις (κλινική, σπίτι, σχολείο)

  • εμπλοκή των γονέων ως συν-θεραπευτών

bottom of page