top of page

Κεφάλαιο 5o : Ζητήματα θεραπείας

 

´Όσον αφορά στην θεραπευτική προσέγγιση και αντιμετώπιση, όποιο και αν είναι το αίτημα ενός ατόμου με μη ετεροφυλοφιλικό σεξουαλικό προσανατολισμό, είτε δηλαδή λαμβάνει την μορφή μιας ειδικής ψυχικής διαταραχής που πληρεί συγκεκριμένα διαγνωστικά κριτήρια, είτε όχι, σχετιζόμενο άμεσα ή έμμεσα με τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή μην έχοντας τελικά κάποια ιδιαίτερη σχέση με αυτόν, ένας θεραπευτής, και ανεξάρτητα από την κατεύθυνση που ακολουθεί, θα πρέπει να είναι ενήμερος για τις επίσημες θέσεις της επιστημονικής κοινότητας και ευαισθητοποιημένος για όλες εκείνες τις δυσκολίες που είναι δυνατόν να αντιμετωπίζει το άτομο στα πλαίσια της διαφορετικότητας αυτής. Η ενημερότητα και  η ευαισθητοποίηση θα διασφαλίσουν την ορθή κατανόηση της φύσης των δυσκολιών του θεραπευόμενου επηρεάζοντας κατ'επέκταση και την ποιότητα της θεραπευτικής παρέμβασης.

Οι βασικές θέσεις της επιστημονικής κοινότητας, όπως αυτές διατυπώνονται από την Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία, συμπυκνώνονται στα παρακάτω:

•           «Οι μη ετεροφυλοφιλικές σεξουαλικές έλξεις και συμπεριφορές θεωρούνται φυσιολογικές παραλλαγές της ανθρώπινης σεξουαλικότητας και με κανέναν τρόπο δεν καταδεικνύουν την παρουσία κάποιας ψυχικής ή αναπτυξιακής διαταραχής».

•           «Η ομοφυλοφιλία και η δισεξουαλικότητα στιγματίζονται και το στίγμα αυτό δύναται να οδηγήσει σε μία σειρά από αρνητικές συνέπειες (π.χ. stress μειονότητας) κατά τη διάρκεια του κύκλου της ζωής ενός ατόμου».

•           «Ομοφυλοφιλικές σεξουαλικές έλξεις και συμπεριφορές λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια ενός μεγάλου εύρους σεξουαλικών προσανατολισμών και ταυτοτήτων σεξουαλικού προσανατολισμού, για κάποιους δε η έννοια της ταυτότητας είναι σχετική και ρευστή».

•           «Οι gay άνδρες, οι λεσβίες και οι δισεξουαλικοί είναι ικανοί να δημιουργήσουν στενές και αφοσιωμένες συντροφικές σχέσεις αλλά και οικογένειες ισοδύναμες με αυτές των ετεροφυλόφιλων».

 

Σε γενικές γραμμές δεν είναι λίγες οι φορές που ένας θεραπευόμενος με μη ετεροφυλοφιλικό σεξουαλικό προσανατολισμό προσέρχεται σε θεραπεία για ζητήματα που δεν έχουν άμεση σχέση με αυτόν και τελικά το αίτημά του δεν αξιολογείται ως έχει. Για παράδειγμα ένας άπειρος θεραπευτής είναι δυνατόν να υποθέσει, θεωρώντας ότι φυσιολογικός σεξουαλικός προσανατολισμός είναι μόνον ο ετεροφυλοφιλικός και επομένως η οποιαδήποτε απόκλιση ενδεχομένως να οδηγεί σε δυσλειτουργία, ότι όλα τα προβλήματα και οι δυσκολίες του θεραπευόμενου σχετίζονται άμεσα με τον σεξουαλικό προσανατολισμό του. Πράγματι η σχεδόν αντανακλαστική εστίαση στον σεξουαλικό προσανατολισμό, ως βασική αιτία δυσφορίας και δυσλειτουργίας, είναι σύνηθες φαινόμενο, ακόμα και με θεραπευόμενους που δεν αναρωτιούνται, δεν αμφιβάλλουν και δεν δυσανασχετούν με τις σεξουαλικές τους επιθυμίες και συμπεριφορές. Ο θεραπευτής λοιπόν είναι δυνατόν να έχει και αυτός εσωτερικεύσει όλα εκείνα τα στερεότυπα που προάγει η εκάστοτε κοινωνία με αποτέλεσμα την λανθασμένη αξιολόγηση. Για παράδειγμα μπορεί να υποθέσει για έναν gay άνδρα ο οποίος δυσκολεύεται στο να συνάψει και να διατηρήσει μακροχρόνιες σχέσεις ότι αυτή η δυσκολία είναι φυσικό επακόλουθο του σεξουαλικού προσανατολισμού του, ενστερνιζόμενος την στερεότυπη πεποίθηση ότι οι ομοφυλόφιλοι είναι ανίκανοι να αγαπήσουν και να συσχετιστούν σε βάθος. Βέβαια ακόμα και όταν ο σεξουαλικός προσανατολισμός δεν αποτελεί τον πυρήνα των δυσκολιών ενός θεραπευόμενου ο θεραπευτής οφείλει να διερευνήσει την προσωπική του ιστορία και τις πεποιθήσεις καθώς η παρουσία εσωτερικευμένης ομοφοβίας, όπως προαναφέρθηκε, είναι δυνατόν να οδηγήσει στην κατασκευή αρνητικά φορτισμένων πεποιθήσεων του τύπου: «Είμαι διαφορετικός», «Είμαι κακός», «Είμαι ελαττωματικός», «Δεν είμαι άξιος αγάπης», πεποιθήσεις οι οποίες, αν και σε λανθάνουσα κατάσταση,  αποτελούν για παράδειγμα προδιαθεσιακό παράγοντα εκδήλωσης καταθλιπτικής  συμπτωματολογίας.

Άλλες πάλι φορές η ψυχοπαθολογία και το αίτημα σχετίζονται άμεσα με τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Ο θεραπευόμενος μπορεί να αναρωτιέται και να αγωνιά για τα αισθήματα έλξης που αντιλαμβάνεται ότι βιώνει, αυτά να έρχονται σε σύγκρουση με εσωτερικευμένες αρνητικές πεποιθήσεις ή με βαθιά ριζωμένα θρησκευτικά πιστεύω, μπορεί να πασχίζει να αποδεχθεί τις σεξουαλικές επιθυμίες και φαντασιώσεις του σε μία προσπάθεια δημιουργίας μίας ταυτότητας σεξουαλικού προσανατολισμού με τελικό στόχο την αυτοαποκάλυψη στο στενό περιβάλλον του, συχνά όμως έχοντας ήδη γίνει μάρτυρας του στιγματισμού και της θυματοποίησης τρίτων προσώπων με αντίστοιχο προσανατολισμό. Ένας πτωχά ενήμερος θεραπευτής δεν θα είναι σε θέση να ψυχοεκπαιδεύσει τον θεραπευόμενο πάνω σε ζητήματα που αφορούν στον σεξουαλικό προσανατολισμό ούτε και να τον υποστηρίξει αποτελεσματικά καθώς είναι πολύ πιθανόν να υποτιμήσει τις ανησυχίες του παραβλέποντας το stress το οποίο πηγάζει από τον ετεροσεξισμό και την εσωτερικευμένη ομοφοβία.

Ειδικότερα για την εσωτερικευμένη ομοφοβία, αυτή αποτελεί μία γνωσιακή κατασκευή, προϊόν της κοινωνικής προκατάληψης και της μεροληψίας που έχει διαχρονικά υιοθετηθεί απέναντι στα άτομα με ομοφυλοφιλικό και διφυλοφιλικό σεξουαλικό προσανατολισμό. Σύμφωνα με τον Shidlo (1994) όλα τα άτομα με μη ετεροφυλοφιλικό προσανατολισμό έχουν εσωτερικεύσει κάποιου βαθμού ομοφοβία και η εσωτερίκευση αυτή αποτελεί μία σημαντική πηγή ψυχολογικής δυσφορίας. Υψηλότερα  επίπεδα εσωτερικευμένης ομοφοβίας έχουν συσχετιστεί με περισσότερα καταθλιπτικά συμπτώματα, χαμηλότερη αυτοεκτίμηση και εντονότερα αισθήματα μοναξιάς. Τα άτομα αυτά καλούνται λοιπόν, σε μία προσπάθεια αποδοχής και ανοιχτής έκφρασης της διαφορετικότητας, να υπερνικήσουν όλες εκείνες τις στερεότυπες αντιλήψεις που έχουν εσωτερικεύσει και να ανακατασκευάσουν τις αρνητικές πεποιθήσεις που ενδεχομένως να έχουν αναπτύξει στα πλαίσια αυτής της εσωτερίκευσης. Δυστυχώς η προσπάθεια αυτή είναι δυνατόν να υπονομευθεί από την εσωτερικευμένη ομοφοβία των συνομήλικων, των φίλων και των μελών των οικογενειών τους. Έχει αποδειχθεί ότι ο κίνδυνος θυματοποίησης είναι υψηλός για άτομα τα οποία αυτοαποκαλύφθηκαν ή εναλλακτικά απέτυχαν να αποκρύψουν τον σεξουαλικό προσανατολισμό τους στα πλαίσια της παρουσίας ενός ρόλου φύλου μη συμβατού με την ταυτότητα φύλου τους. Σύμφωνα με τον D'Augelli (1998) ένας στους τρεις ομοφυλόφιλους νέους υφίσταται λεκτική βία από μέλη της οικογένειάς του, ένας στους τέσσερις γίνεται θύμα σωματικής κακοποίησης από συνομηλίκους του στο σχολείο και ένας στους τρεις έχει επιχειρήσει να αυτοκτονήσει.  Μία μελέτη 121 φοιτητών που ανήκαν σε σεξουαλικές μειονότητες ανέδειξε ότι το 75% είχε δεχθεί λεκτικές προσβολές, το 27% είχε απειληθεί με σωματική βία, το 22% παρενοχλήθηκε από συγκατοίκους και το 5% δέχθηκε κάποιας μορφής σωματική κακοποίηση, ενώ η πλειοψηφία των μη ετεροφυλόφιλων φοιτητών φαίνεται να συγκαλύπτει τον σεξουαλικό προσανατολισμό του από τους συγκατοίκους (70%) και τους λοιπούς συμφοιτητές (80%) προσδοκώντας την αρνητική τους στάση. Η παρουσία αγωνίας όσον αφορά στην γονεϊκή αποδοχή του σεξουαλικού προσανατολισμού τους αποτελεί ένα από τα πιο συχνά αναφερόμενα προβλήματα των ομοφυλόφιλων νέων. Πράγματι οι περισσότεροι παρουσιάζονται διστακτικοί στην αυτοαποκάλυψη από φόβο για ενδεχόμενη επιδείνωση στη σχέση τους με τους γονείς ή /και για την πιθανή εκδήλωση σωματικής βίας. Η μη αυτοαποκάλυψη φαίνεται να μην εξαλείφει την ανησυχία καθώς ένα μεγάλο ποσοστό υποψιάζεται ότι οι γονείς γνωρίζουν και αυτό βέβαια παρατείνει την ένταση. Οι φόβοι δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αβάσιμοι. Η αποδοκιμασία και η άρνηση για οποιαδήποτε συζήτηση σε σχέση με τον σεξουαλικό προσανατολισμό, η λεκτική και η σωματική βία, ο εξοστρακισμός από το σπίτι, παρατηρούνται συχνά. Από την  άλλη όμως δεν φαίνεται να αποτελούν και τον κανόνα. Σε μία μελέτη ομοφυλόφιλων ενηλίκων ανδρών, παρότι το 70% ανέμενε επιδείνωση στην σχέση με τους γονείς τους μετά την αποκάλυψη, μόνο το 42% εν τέλει επιβεβαιώθηκε. Οι ομοφυλόφιλοι λοιπόν νέοι με έναν τρόπο φαίνεται να προσδοκούν μία αρνητική γονεϊκή αντίδραση, υπερεκτιμώντας την μη αποδοχή επί αυτοαποκάλυψης. Το κόστος μιας τέτοιας αντίληψης τελικά είναι η απώλεια μιας ενδεχόμενης σημαντικής συναισθηματικής υποστήριξης η οποία θα μπορούσε να αυξήσει την αυτοεκτίμηση και να μειώσει σε μεγάλο βαθμό το άγχος. Ο θεραπευτής, όντας ενήμερος για τον υψηλό κίνδυνο θυματοποίησης, οφείλει να είναι προσεκτικός όσον αφορά στην παρακίνηση  για αυτοαποκάλυψη. Εάν τα δεδομένα είναι ενθαρρυντικά και οι πιθανότητες για αποδοχή υψηλές, τότε οι αρνητικές σκέψεις του θεραπευόμενου θα πρέπει να προσεγγιστούν ως υποθέσεις οι οποίες χρήζουν έλεγχο.

Σε επίπεδο θεραπείας ζεύγους τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, όπως και τα ετερόφυλα,  αντιμετωπίζουν μία σειρά από προβλήματα που είναι σαφές ότι δεν σχετίζονται με τον σεξουαλικό προσανατολισμό όπως για παράδειγμα η ανεπαρκής και προβληματική επικοινωνία, τα ζητήματα εγγύτητας και εξάρτησης και η δυσλειτουργική διαχείριση των όποιων συγκρούσεων και κατ’επέκταση, αν και η αντίστοιχη βιβλιογραφία είναι ελλιπής, φαίνεται ότι τα θεραπευτικά μοντέλα παρέμβασης μπορούν να χρησιμοποιηθούν με ελάχιστη αν όχι καμία τροποποίηση. Όπως προαναφέρθηκε άτομα με μη ετεροφυλοφιλικό σεξουαλικό προσανατολισμό είναι σε θέση να δημιουργήσουν στενές και αφοσιωμένες συντροφικές σχέσεις και εντέλει δεν διαφοροποιούνται εγγενώς ως προς αυτήν την ικανότητα. Η όποια διαφοροποίηση φαίνεται να συνδέεται αποκλειστικά με την ομοφοβία και τον ετεροσεξισμό. Δεν είναι σπάνιο τα άτομα αυτά να αμφιβάλουν για την πιθανότητα δημιουργίας μιας μακροχρόνιας σχέσης ή επί παρουσίας μιας σχέσης να αμφιβάλλουν εκ των προτέρων για την βιωσιμότητα της, υπονομεύοντας την με έναν τρόπο από την έναρξη. Στα πλαίσια αντίστοιχων προκαταλήψεων είναι δυνατόν να τερματίσουν μία σχέση πρόωρα, με αφορμή κάποιο πρόβλημα, δίχως όμως να εξαντλήσουν όλες τις πιθανές εναλλακτικές. Παραδείγματα επιτυχημένων σχέσεων μεταξύ ομοφυλόφιλων η διφυλόφυλων ατόμων, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως πρότυπα και εντέλει να οδηγήσουν στην αμφισβήτηση ανάλογων πεποιθήσεων, δεν είναι τόσο συχνά καθώς τα ζευγάρια υπό την πίεση των κοινωνικών προκαταλήψεων τείνουν να αποφεύγουν την κοινωνική έκθεση, εκδηλώνοντας τα συναισθήματά στοργής και αγάπης κατά προτίμηση εν απουσία τρίτων. Ο βαθμός απομόνωσης μπορεί να είναι μεγάλος καθώς η αποφυγή της έκθεσης μπορεί να συμπεριλαμβάνει το φιλικό και οικογενειακό περιβάλλον. Ένα ζευγάρι σε μία τέτοια θέση είναι δυνατόν να βιώνει σημαντική μοναξιά στερούμενο της υποστήριξης και της καθοδήγησης που μπορεί να λαμβάνει ένα ζευγάρι ετερόφυλων από συγγενείς, γνωστούς και φίλους. Παράλληλα μία τέτοια απομόνωση ασκεί μεγάλη πίεση στους συντρόφους καθώς όλες ανεξαιρέτως οι ανάγκες καλούνται να καλυφθούν εντός και μόνον της σχέσης. Η τάση για απομόνωση βέβαια μπορεί να διαφοροποιείται από άτομο σε άτομο αναλόγως των εμπειριών του και του βαθμού ομοφοβίας που μπορεί να έχει εσωτερικεύσει και τελικά να αποτελεί πεδίο σύγκρουσης και διαμάχης, επιβαρύνοντας την σχέση. Άλλες πάλι φορές στα πλαίσια μιας ερωτικής σχέσης είναι δυνατόν να αναδυθούν σοβαρά προβλήματα που αφορούν στην ικανότητα ενός ατόμου για συναισθηματική επαφή και σύνδεση, προβλήματα που απορρέουν από την ανεπαρκή γονική φροντίδα που έλαβε με αφορμή την διαφορετικότητά του όσον αφορά στις σεξουαλικές του επιθυμίες και πρακτικές.

Ένα όχι ιδιαιτέρως συχνό αλλά σύνθετο και απαιτητικό αίτημα είναι αυτό της μετατροπής του σεξουαλικού προσανατολισμού. Είναι φορές που ένας θεραπευόμενος είτε με την παρότρυνση ή / και πίεση του οικογενειακού του περιβάλλοντος ή με δική του πρωτοβουλία θα επιζητήσει την αλλαγή. Οι θεραπείες «μετατροπής» ή αλλιώς «επανόρθωσης» αποτελούν θεραπευτικές παρεμβάσεις οι οποίες στοχεύουν στην αλλαγή του ομοφυλοφιλικού σεξουαλικού προσανατολισμού και απευθύνονται σε άτομα των οποίων οι πεποιθήσεις βρίσκονται σε σύγκρουση με αυτόν. Αν και η εσωτερικευμένη ομοφοβία ενυπάρχει στους περισσότερους, αν όχι σε όλους, τους ανθρώπους με μη ετεροφυλοφιλικό προσανατολισμό, συνήθως άτομα τα οποία επιδιώκουν θεραπείες μετατροπής ανήκουν σε συντηρητικούς θρησκευτικούς κύκλους οι οποίοι αντιλαμβάνονται την ομοφυλοφιλία ως παθολογική και ανήθικη. Οι υποστηρικτές τους, συμπεριλαμβανομένων και των επαγγελματιών που τις εφαρμόζουν, ενστερνίζονται την άποψη ότι η ετεροφυλοφιλία αποτελεί την μοναδική φυσιολογική κατεύθυνση και υποστηρίζουν ότι οι ζωές των ατόμων με ομοφυλοφιλικό προσανατολισμό θα ήταν καλύτερες εάν ο τελευταίος τροποποιούνταν. Επιπροσθέτως ισχυρίζονται ότι δεν είναι ηθικό το να μην λαμβάνονται υπόψη, και με τον δέοντα σεβασμό, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις ενός ανθρώπου, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι πρέπει να προσφέρεται η δυνατότητα θεραπείας στα άτομα εκείνα των οποίων oι σεξουαλικές έλξεις έρχονται σε κάθετη ρήξη με τα θρησκευτικά τους πιστεύω, άτομα για τα οποία ενδεχομένως η θρησκευτική πίστη να είναι αυτή η οποία προσδίδει μία αίσθηση ταυτότητας, και όχι ο σεξουαλικός προσανατολισμός.

Επί της ουσίας, και πέρα από το γεγονός ότι η a priori παθολογικοποίηση του μη ετεροφυλοφιλικού σεξουαλικού προσανατολισμού δεν είναι επιστημονικά αποδεκτή, η αποτελεσματικότητα των επανορθωτικών θεραπειών δεν έχει τεκμηριωθεί επαρκώς. Κάποιες μελέτες που έχουν σχεδιαστεί, με αναφερόμενα ενθαρρυντικά αποτελέσματα, αφενός δεν είναι τυχαιοποιημένες, αφετέρου πολύ πιθανόν να αντικατοπτρίζουν την ανάγκη των ερευνητών αλλά και των συμμετεχόντων για την απόδειξη του λόγου του αληθές, καθώς αμφότεροι, ενστερνιζόμενοι όλες εκείνες τις κοινωνικές προκαταλήψεις παρουσιάζουν υψηλό κίνητρο επικύρωσης των  θεραπευτικών μοντέλων μετατροπής. Όπως έχει ήδη αναφερθεί οι θεραπείες μετατροπής είναι πλέον περιθωριοποιημένες, αν και μία μερίδα επαγγελματιών συνεχίζει να τις προτείνει και να τις υιοθετεί. Το 1998 η Αμερικάνική Ψυχιατρική Εταιρεία διατύπωσε την επιστημονική άποψη ότι η οποιαδήποτε προσπάθεια επανόρθωσης ενέχει κινδύνους, όπως για παράδειγμα την εκδήλωση άγχους, κατάθλιψης ή / και αυτοκαταστροφικής συμπεριφοράς, καθώς η σύμπλευση ενός θεραπευτή με τις στερεότυπες ομοφοβικές αντιλήψεις είναι δυνατόν να οδηγήσει στην ενίσχυση της εσωτερικευμένης ομοφοβίας και κατ’επέκταση στην διόγκωση των αισθημάτων ελαττωματικότητας. Μία άποψη που πλέον ενστερνίζονται όλοι οι επίσημοι φορείς, φορείς ακόμα και ψυχαναλυτικής ή συμπεριφοριστικής κατεύθυνσης, κατευθύνσεις οι οποίες ιστορικά έχουν συνδεθεί με τέτοιου είδους θεραπείες. Όσον αφορά στις συμπεριφοριστικές θεραπείες αυτές παραδοσιακά υιοθέτησαν τεχνικές αποστροφής προκειμένου να μειώσουν την απαντητικότητα σε ομοφυλοφιλικά ερεθίσματα επιτυγχάνοντας κάποιες φορές μία βραχυπρόθεσμη αλλαγή στην σεξουαλική συμπεριφορά, επί της ουσίας όμως αδυνατώντας να τροποποιήσουν τον σεξουαλικό προσανατολισμό εάν στον ορισμό αυτού συμπεριληφθεί και η διάσταση της σεξουαλικής έλξης. Ένας θεραπευτής αντιμέτωπος με ένα αίτημα μετατροπής οφείλει να διενεργήσει μία πλήρη αξιολόγηση για τους λόγους για τους οποίους ο θεραπευόμενος επιδιώκει την αλλαγή καθώς η επιθυμία του μπορεί να αντικατοπτρίζει τις λανθασμένες πεποιθήσεις που έχει εσωτερικεύσει και βέβαια τελικά να αναδύεται υπό την πίεση του οικογενειακού του περιβάλλοντος και της κοινωνίας γενικότερα. Για παράδειγμα αν ο θεραπευόμενος  πιστεύει ότι όλοι θα τον απορρίπτουν επειδή είναι gay, ή επιθυμεί να ζήσει μία οικογενειακή ζωή, πιστεύοντας όμως ότι δεν είναι εφικτό ως gay να επιτύχει μία βαθιά συντροφική σχέση τότε είναι πιθανόν να οδηγηθεί στην αναζήτηση μιας θεραπείας επανόρθωσης.

Στόχος της ψυχοθεραπείας, ανεξαρτήτου κατεύθυνσης,  ενστερνιζόμενη τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα, δεν είναι η μετατροπή του σεξουαλικού προσανατολισμού αλλά η προαγωγή της ψυχολογικής υγείας και της λειτουργικότητας. Ο τρόπος αξιολόγησης και διατύπωσης περίπτωσης, η δομή της θεραπευτικής εργασίας αλλά και οι τεχνικές που θα χρησιμοποιηθούν στα πλαίσια της θεραπείας δεν διαφοροποιούνται σε κάτι. Ο θεραπευτής απλώς καλείται να ενσωματώσει στις υπάρχουσες γνώσεις του όλα εκείνα τα δεδομένα που αφορούν στα ειδικά για τις σεξουαλικές μειονότητες ζητήματα προκειμένου να προσφέρει ηθικές, επιστημονικά ορθές και αποτελεσματικές υπηρεσίες.

bottom of page