top of page

Ο όρος «ψυχοπαθολογία» μπορεί να γίνει κατανοητός με δύο διαφορετικούς τρόπους. Ο πρώτος αφορά στην έννοια ενός συνόλου ψυχικών διαταραχών- δηλαδή στα σύνδρομα και τις ψυχικές ασθένειες, όπως η κατάθλιψη, οι αγχώδεις διαταραχές και άλλες μορφές ψυχοπαθολογίας. Ο δεύτερος αφορά στην επιστημονική μελέτη των ψυχικών διαταραχών που έχει ως αντικείμενο τον προσδιορισμό και την περιγραφή: (α) των χαρακτηριστικών, των συμπτωμάτων και των βιωμάτων που εκδηλώνονται, αλλά και (β) των αιτίων που οδηγούν στις συγκεκριμένες διαταραχές.

Οι βασικές ομάδες ψυχικών διαταραχών, όπως ορίζονται από τα διαγνωστικά εγχειρίδια ψυχοπαθολογίας που ακολουθούν οι ειδικοί ψυχικής υγείας, είναι:

  •         οι ψυχώσεις (σχιζοφρένεια και άλλες ψυχωσικές διαταραχές)

  •         οι διαταραχές της διάθεσης (ή συναισθηματικές διαταραχές)

  •         οι αγχώδεις διαταραχές

  •         οι διαταραχές προσωπικότητας

  •         η άνοια και οι αμνησικές διαταραχές

  •         οι αναπτυξιακές διαταραχές

  •         οι σωματόμορφες διαταραχές

  •         οι αποσυνδετικές (διχαστικές) διαταραχές

  •         οι διαταραχές της πρόσληψης τροφής

  •         οι διαταραχές συνδεόμενες με χρήση ουσιών

  •         οι σεξουαλικές διαταραχές, και

  •         τα οργανικά σύνδρομα

 

Εδώ περιγράφονται συνοπτικά οι τελευταίες έξι ομάδες διαταραχών:

 

ΣΩΜΑΤΟΜΟΡΦΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ

Οι σωματόμορφες διαταραχές περιγράφουν τα σύνδρομα που χαρακτηρίζονται από σωματικά συμπτώματα τα οποία ύστερα από ιατρική εκτίμηση διαπιστώνεται ότι δεν έχουν οργανική αιτιολογία. Ο όρος σωματόμορφες υποδηλώνει ψυχικές διαταραχές που παίρνουν μορφή στο σώμα του ατόμου που πάσχει. Οι πάσχοντες εμφανίζουν συμπτώματα σωματικών ασθενειών ή ελλειμμάτων χωρίς να έχουν κάποια οργανική βλάβη. Ορισμένοι από τους πάσχοντες παρουσιάζουν συμπτώματα τα οποία συνίσταται σε μια υποκειμενική ενόχληση, για παράδειγμα, αναπνευστική δυσφορία ή πόνο σε κάποιο μέρος του σώματος, όπως πόνο στη μέση. Άλλοι εμφανίζουν απώλεια κάποιας σωματικής λειτουργίας ή/και βλάβη, όπως τύφλωση, κώφωση ή παράλυση άκρων. Και στις δύο περιπτώσεις αναλυτικός ιατρικός έλεγχος δείχνει ότι δεν υπάρχει ένδειξη νευρολογικής ή σωματικής βλάβης, αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι το σύμπτωμα αφορά ψυχολογικούς παράγοντες.

Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι οι πάσχοντες δεν προσποιούνται ότι έχουν αντιμετωπίζουν κάποιο ζήτημα, οι ενοχλήσεις και τα συμπτώματα τους είναι αληθινά.

Οι σωματόμορφες διαταραχές περιλαμβάνουν τις εξής βασικές υποκατηγορίες:

Α) τη σωματοποιητική διαταραχή

Β) τη διαταραχή της μετατροπής

Γ) τη διαταραχή πόνου

Δ) την υποχονδρίαση

Ε) τη σωματοδυσμορφική διαταραχή

ΣΤ) τη σωματόμορφη διαταραχή μη προσδιοριζόμενη αλλιώς

 

ΑΠΟΣΥΝΔΕΤΙΚΕΣ (ΔΙΧΑΣΤΙΚΕΣ) ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ

Οι αποσυνδετικές (διχαστικές) διαταραχές αφορούν στην αποσύνδεση ή σχάση κάποιων τμημάτων ή λειτουργιών της προσωπικότητας που συνήθως είναι απαρτιωμένα. Ως εκ τούτου, μια λειτουργία, όπως η ταυτότητα, η μνήμη, η αντίληψη του εαυτού ή του περιβάλλοντος, αποκλείεται από τη συνείδηση.

Μια προσωρινή μεταβολή της μνήμης, της συνείδησης ή της ταυτότητας δεν είναι κάτι που συμβαίνει σπάνια. Πολλοί άνθρωποι, ειδικά τα παιδιά και οι έφηβοι, έχουν στιγμιαίες ή παροδικές αποσυνδετικές εμπειρίες, όπως απώλεια μνήμης ή σύγχυση, ή «αισθάνονται περίεργα» κατά τη διάρκεια της φυσιολογικής τους ζωής. Οι αποσυνδετικές εμπειρίες μπορεί να είναι ακόμα και προσαρμοστικές για το άτομο που τις βιώνει-σε περίπτωση κινδύνου, για παράδειγμα, το άτομο, λόγω μιας αίσθησης αποστασιοποίησης από την κατάσταση, μπορεί να δράσει με ψυχραιμία κατά τη διάρκεια του τραυματικού γεγονότος κι έτσι να ανταπεξέλθει και να επιβιώσει.

Μερικές φορές ωστόσο οι μεταβολές αυτές χαρακτηρίζονται από επανάληψη, επιμονή και μία υποκειμενική αίσθηση οδύνης από το άτομο που τις βιώνει, αφού δεν ελέγχονται από τον ίδιο και του δημιουργούν προβλήματα σε βασικούς τομείς της λειτουργικότητας του: σε αυτές τις περιπτώσεις συνιστούν αποσυνδετική διαταραχή. Τα συμπτώματα μοιάζουν με συμπτώματα νευρολογικών διαταραχών, στην περίπτωση όμως της αποσυνδετικής διαταραχής δεν υπάρχει βλάβη οργανικής φύσης.

Η κλινική εικόνα, η διάγνωση και η παρέμβαση των αποσυνδετικών διαταραχών έχουν αποτελέσει αντικείμενο πολλών μελετών. Πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι οι αποσυνδετικές διαταραχές παρουσιάζουν σημαντική συννοσηρότητα με άλλες διατραχές ενώ βρέθηκε ότι η λειτουργικότητα των ατόμων πλήττεται σημαντικά, δηλαδή έχουν εμφανή προβλήματα στον επαγγελματικό, τον κοινωνικό και τον διαπροσωπικό τομέα. Οι νευροβιολογικές βάσεις των αποσυνδετικών διαταραχών επίσης αποτελούν αντικείμενο της σύγχρονης διερεύνησης.

Υπάρχουν τέσσερις κατηγορίες αποσυνδετικών διαταραχών:

Α) την αποσυνδετική (διχαστική) αμνησία

Β) την αποσυνδετική (διχαστική) φυγή

Γ) την αποσυνδετική (διχαστική) διαταραχή της ταυτότητας

Δ) την αποπροσωποιητική διαταραχή

 

ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ ΤΡΟΦΗΣ

Η πρόσληψη τροφής είναι αναγκαία για την επιβίωση κάθε ανθρώπου. Από τη μία, για κάποιους ανθρώπους η τροφή μπορεί να αποτελεί πηγή ευχαρίστησης, για κάποιους άλλους όμως το ζήτημα της τροφής καθώς και αυτή καθαυτή η πρόσληψη της αποτελούν σημαντικά προβλήματα που συσχετίζονται με περίεργες αντιλήψεις για το σωματικό βάρος και τη διάπλαση, οι οποίες μπορεί να έχουν μέχρι πολύ σοβαρές επιπτώσεις, μέχρι και θάνατο. Έτσι, στις διαταραχές αυτές, η συμπεριφορά του ατόμου σε σχέση με το φαγητό διαφέρει σημαντικά από εκείνη που παρατηρείται στον γενικό πληθυσμό. Σημειώνεται ότι για να λάβει κάποιος τη διάγνωση της διαταραχής πρόσληψης τροφής, πρέπει να αξιολογηθεί ότι δεν υπάρχει κάποιο βιολογικό αίτιο που να προκαλεί τη διαταραχή.

 

Οι διαταραχές πρόσληψης τροφής χωρίζονται στην ψυχογενή ανορεξία και την ψυχογενή βουλιμία. Και οι δύο διαταραχές εμφανίζονται σε ένα συνεχές, από ήπιας μέχρι εξαιρετικά σοβαρής μορφής, η οποία μπορεί να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο τη ζωή του ατόμου. Ωστόσο, η ψυχογενής ανορεξία θεωρείται γενικά η σοβαρότερη από τις δύο.

Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη «φυσιολογική» και τη «διαταραγμένη» πρόσληψη τροφής δεν είναι πάντα σαφής. Πολλοί άνθρωποι, εάν όχι οι περισσότεροι, προσπαθούν διαρκώς να ελέγξουν το φαγητό που τρώνε, το βάρος τους και τη σωματική άσκηση που κάνουν. Πολλοί αποκλείουν από τα ενδεικνυόμενα κιλά, λίγο παραπάνω ή λίγο παρακάτω, ενώ άλλοι, που έχουν φυσιολογικό βάρος, ανησυχούν και ασχολούνται διαρκώς με το βάρος τους. Επιπλέον, άλλοι έχουν και σύνοδα αισθήματα άγχους ή θλίψης. Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι πολλοί άνθρωποι, παρότι έχουν προβλήματα με την πρόσληψη της τροφής, δεν πληρούν τα κριτήρια της ψυχογενούς ανορεξίας ή βουλιμίας.

 

Για τη διάγνωση της ανορεξίας τα κριτήρια είναι:

  • άρνηση του ατόμου να διατηρήσει το βάρος του πάνω από το ελάχιστο φυσιολογικό επίπεδο για την ηλικία και το ύψος του

  • έντονος φόβος του ατόμου μήπως πάρει βάρος και παχύνει

  • ο πάσχων εκδηλώνει διαταραχή στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τη διάπλαση ή το μέγεθος του σώματος του

  • σε γυναίκες με εμμηναρχή εμφανίζεται αμηνόρροια, απουσία δηλαδή τουλάχιστον τριών διαδοχικών εμμηνορυσιακών κύκλων

Για τη διάγνωση της βουλιμίας τα κριτήρια είναι:

  • επανειλημμένα επεισόδια υπερφαγίας

  • ο πάσχων καταφεύγει επανειλημμένα σε αντισταθμιστική συμπεριφορά προκειμένου να αποτρέψει την αύξηση του βάρους του (πχ αυτό-προκαλεί εμετό)

  • τα επεισόδια υπερφαγίας και αντισταθμιστικής συμπεριφοράς λαμβάνουν χώρα κατά μέσο όρο τουλάχιστον δυο φορές την εβδομάδα για τρεις μήνες

  • η εκτίμηση του εαυτού επηρεάζεται υπερβολικά από το σχήμα και το βάρος του σώματος. Αυτός είναι κοινός παράγοντας στους βουλιμικούς και ανορεξικούς ασθενείς

 

 

ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΣΥΝΔΕΟΜΕΝΕΣ ΜΕ ΧΡΗΣΗ ΟΥΣΙΩΝ

Η χρήση διάφορων ψυχοδραστικών ουσιών, δηλαδή ουσιών που επηρεάζουν τον εγκέφαλο και αλλάζουν τη συνείδηση ή τη διάθεση του ατόμου, είναι ένα φαινόμενο που παρατηρείται από την αρχή της ανθρώπινης ιστορίας, σε παγκόσμιο επίπεδο. Η χρήση ουσιών δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε προβλήματα με την ουσία. Ορισμένα άτομα πίνουν αλκοολούχα ποτά σε όλη τους τη ζωή, χωρίς να γίνονται αλκοολικοί. Η πλειοψηφία των ανθρώπων λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή, όταν αυτή είναι απαραίτητη, χωρίς να έχει προβλήματα εξαιτίας αυτής της χρήσης. Στην εφηβεία ο πειραματισμός με διάφορες ουσίες, ακόμα και παράνομες, δεν είναι κάτι που συμβαίνει σπάνια, αλλά οι περισσότεροι έφηβοι δεν καταλήγουν να είναι χρήστες ναρκωτικών ουσιών.

 

Συνεπώς ένα βασικό ερώτημα που προκύπτει έχει να κάνει με τον ορισμό της προβληματικής χρήσης των ουσιών. Τι θεωρείται «φυσιολογική» χρήση ή κατανάλωση και τι θεωρείται διαταραχή συνδεόμενη με τη χρήση;

 

Σύμφωνα με τα διαγνωστικά εγχειρίδια, οι Συνδεόμενες με Χρήση Ουσιών Διαταραχές ταξινομούνται σε δύο κατηγορίες που αντανακλούν δύο διαφορετικά επίπεδα σοβαρότητας: την εξάρτηση από ουσίες και την κατάχρηση ουσιών

 

Η εξάρτηση από ουσίες είναι η πιο σοβαρή μορφή. Χαρακτηρίζεται από τουλάχιστον τρία από τα ακόλουθα που λαμβάνουν χώρα σε μια περίοδο 12 μηνών:

  • επαναλαμβανόμενη χρήση που οδηγεί στην ανοχή, δηλαδή στην ανάγκη να αυξάνεται συνεχώς η ποσότητα της ουσίας, προκειμένου να επιτευχθεί η τοξίκωση ή το επιθυμητό αποτέλεσμα

  • στέρηση, δηλαδή το στερητικό σύνδρομο για την ουσία, που περιλαμβάνει δυσάρεστα ή επώδυνα σωματικά ή ψυχολογικά συμπτώματα όταν το άτομο διακόπτει τη χρήση

  • έμμονη επιθυμία για την ουσία ή ανεπιτυχείς προσπάθειες να ελεγχθεί ή να διακοπεί η χρήση της

  • μεγάλο μέρος του χρόνου διατίθεται σε δραστηριότητες απαραίτητες για τηναπόκτηση της ουσίας

  • σημαντική μείωση ή εγκατάλειψη κοινωνικών, επαγγελματικών ή ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων εξαιτίας της χρήσης της ουσίας

  • συνέχιση της λήψης της ουσίας, ενώ υπάρχει επίγνωση των δυσμενών σωματικών και ψυχολογικών επιπτώσεων λόγω της χρήσης

Η δεύτερο λιγότερο σοβαρή μορφή διαταραχής είναι η κατάχρηση ουσιών. Ορίζεται ως «ένα δυσπροσαρμοστικό πρότυπο χρήσης ουσίας, που οδηγεί σε κλινικά σημαντική έκπτωση ή ενόχληση σε ένα από τα ακόλουθα για μια περίοδο 12 μηνών»:

  • αποτυχία στην εκπλήρωση βασικών υποχρεώσεων στον επαγγελματικό τομέα, στο σχολείο ή στο σπίτι   

  • χρήση της ουσίας σε συνθήκες που ενέχουν κίνδυνο ζωής, για παράδειγμα οδήγηση οχήματος υπό την επήρεια της ουσίας

  • προβλήματα με το νόμο που συνδέονται με τη χρήση της ουσίας

  • συνεχιζόμενη χρήση παρά την ύπαρξη κοινωνικών ή διαπροσωπικών προβλημάτων που προκαλούνται ή επιδεινώνονται από τη χρήση της ουσίας

 

ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ

Η σεξουαλικότητα είναι ένας βασικός, σημαντικός, αλλά παράλληλα, και πολύπλοκος τομέας στη ζωή του ανθρώπου. Βιολογικά, η αναπαραγωγή είναι απαραίτητη για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους. Υποκειμενικά, οι σεξουαλικές εμπειρίες μπορεί να αποτελούν πηγή βαθιάς προσωπικής ευχαρίστησης, καθώς και έναν τρόπο για την έκφραση της εγγύτητας με κάποιον άλλον άνθρωπο, αναπόσπαστο πολλές φορές κομμάτι μιας στενής συναισθηματικής σχέσης.

Εντούτοις,  η σεξουαλικότητα μπορεί για κάποιους ανθρώπους να είναι πηγή διαφόρων δυσκολιών. Ένας άνθρωπος μπορεί να βιώνει επώδυνα συναισθήματα σχετικά με τη σεξουαλική συμπεριφορά του, όπως άγχος, ενοχή και ντροπή, ή μπορεί να δυσκολεύεται στη σεξουαλική του λειτουργία. Ακόμη, η σεξουαλική επιθυμία του μπορεί να συνδέεται με ασυνήθιστους τρόπους συνεύρεσης ή ασυνήθιστα αντικείμενα. Αυτές οι δυσκολίες έχουν πολλές φορές αρνητικό αντίκτυπο στη γενικότερη ζωή και λειτουργία του πάσχοντα.

Τα διαγνωστικά εγχειρίδια προσδιορίζουν τις σεξουαλικές δυσλειτουργίες και τις παραφιλίες, ως βασικές κατηγορίες σεξουαλικών διαταραχών.

 

ΟΡΓΑΝΙΚΑ ΣΥΝΔΡΟΜΑ

Τα οργανικά σύνδρομα είναι σύνδρομα με βιολογική αιτιολογία. Μπορεί, για παράδειγμα, να οφείλονται στην καταστροφή του εγκεφαλικού ιστού, σε βιοχημικές ανωμαλίες, και να επηρεάζουν σημαντικά γνωστικές λειτουργίες του ατόμου, όπως η μνήμη.

Τα σύνδρομα όμως αυτά, παρά το βιολογικό τους υπόβαθρο, έχουν και ψυχολογικές διαστάσεις, ενώ η μορφή τους εξαρτάται σε κάποιο βαθμό και από ψυχοκοινωνικούς παράγοντες. Θεραπευτικά λοιπόν οι παρεμβάσεις είναι τόσο βιολογικές, όσο και ψυχολογικές και εμπλέκονται ειδικοί διαφόρων ειδικοτήτων.

Τα οργανικά σύνδρομα είναι μία κατηγορία που παρουσιάζει δυσκολίες στη διάγνωση, σχετικά με τη φύση του προβλήματος, βιολογική ή ψυχολογική, την αιτιολογία, το μέρος του εγκεφάλου που εντοπίζεται η δυσλειτουργία, αλλά και τη διερεύνηση τυχόν ψυχοκοινωνικών παραγόντων που μπορεί να επηρεάζουν την εκδήλωση της διαταραχής. Ακολούθως, παίρνονται και οι αποφάσεις σχετικά με τη θεραπευτική παρέμβαση που είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε βελτίωση της κλινικής εικόνας και της καθημερινότητας του πάσχοντα

bottom of page