Ας αρχίσουμε από το αυτονόητο. Η ψυχική υγεία είναι με έναν τρόπο σχετική. Ενδιαφέρον έχει ο ορισμός του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας όσον αφορά γενικώς στην υγεία: «Υγεία είναι μία κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας και όχι απλώς η απουσία νόσου ή αναπηρίας». Δυσοίωνα τα πράγματα. Μειοψηφία, οι υγιείς. Και αν απομονώσουμε τα της ψυχής; Πλήρης ψυχική ευεξία; Αναρωτιέμαι πολύ σοβαρά πως μπορεί κάποιος να την επιτύχει στην πληρότητα που ο ορισμός θέτει. Πάντως μετά από τόσα χρονιά άσκησης ψυχιατρικής και ψυχοθεραπείας έχω συμφιλιωθεί και με λιγότερη πληρότητα.
Ο κάθε άνθρωπος μπορεί να βρεθεί στην δύσκολη θέση του να βιώνει δυσάρεστα συναισθήματα και συμπτώματα εκλυόμενα από μία σειρά ψυχοπιεστικά συμβάντα σε σημείο τέτοιο όπου να δυσφορεί υποκειμενικά με την παρουσία τους και να εκπίπτει λειτουργικά υπό την πίεσή τους. Κάποιες φορές τα ψυχικά αυτά φαινόμενα μπορούν να πάρουν μία τέτοια διάσταση όπου σαφέστατα και να πληρούν κριτήρια ψυχικής διαταραχής, με βασικές παραμέτρους το μέγεθος και τη διάρκεια της δυσφορίας αλλά και την ποσοτική διάσταση της λειτουργικής έκπτωσης. Πάντως υποκλινικά τέτοια φαινόμενα ιδιαιτέρως δε του αγχώδους και του καταθλιπτικού φάσματος είναι ευρέως διαδεδομένα ακριβώς επειδή ουδείς εξαιρείται από την ψυχοπίεση της καθημερινότητας, από την ψυχοπίεση της ίδιας της ύπαρξης. Και ακριβώς αυτή η διασπορά των ψυχικών αυτών καταστάσεων είναι που τις καθιστά και με έναν τρόπο φυσιολογικές, λαμβάνοντας υπόψη το στατιστικό, το μαθηματικό κριτήριο. Ότι κατανέμεται στον μέσο όρο ενέχει μία φυσιολογικότητα, καθώς αφορά τους πολλούς, και οι πολλοί, πολύ συχνά, καθορίζουν την νόρμα, το αναμενόμενο δηλαδή, το αποδεκτό. Τελικά φαίνεται ότι το φάσμα του φυσιολογικού όσον αφορά στις ψυχικές εκδηλώσεις είναι ευρύ.
Οι άνθρωποι μεγαλώνουν σε οικογενειακά συστήματα και οι στάσεις, οι συμπεριφορές και οι πεποιθήσεις των γονέων τελικά κατασκευάζουν αυτό που ονομάζουμε εαυτό με βασικές διαστάσεις το πώς βιώνει κάποιος την ίδια του την ύπαρξή και πως την μοιράζεται με όλες τις υπόλοιπες. Και δυστυχώς τα λάθη είναι αναπόφευκτα. Και αν εξαιρέσουμε τις πολύ δύσκολες και τραυματικές καταστάσεις που μπορεί να βιώσει ένα παιδί και που με μαθηματική ακρίβεια οδηγούν σε σοβαρή παθολογία σε επίπεδο δομής προσωπικότητας, ο κάθε άνθρωπος μπορεί να βιώνει με κάποιους τρόπους δυσάρεστα τον εαυτό του και τελικά να δυσκολεύεται στις όποιες συναναστροφές με τον δικό του πάντα τρόπο. Και αυτή ακριβώς η ευαλωτότητα επειδή είναι κοινή, συνηθισμένη και αναμενόμενη, δεν γίνεται να μην θεωρηθεί και ως έναν βαθμό φυσιολογική. Δίχως πάντως αυτή η παραδοχή να δικαιολογεί και την απουσία ψυχοθεραπευτικής παρέμβασης με στόχο την βελτίωση και την ωρίμανση του εαυτού.
Πολύ συχνά στην ψυχοθεραπευτική πράξη συναντάμε ανθρώπους σε οδύνη, ανθρώπους που δυσφορούν για όλα τα παραπάνω σε επίπεδο ψυχικό και που δυστυχώς για αυτούς πολλαπλασιάζουν τον βαθμό δυσφορίας τους ακριβώς επειδή αντιλαμβάνονται τα όποια βιώματα ως άκρως ψυχοπαθολογικά και εν δυνάμει επικίνδυνα, αδυνατώντας να κατανοήσουν την κανονικότητα αλλά και την σχετική καλοήθεια που αυτά μπορεί να φέρουν. Και η παρουσία του φόβου για το σύμπτωμα είναι αυτή που μετατρέπει μία σχετικώς υγιή κατάσταση σε νοσηρή, διογκώνοντας την συμπτωματολογία και μεγενθύνοντας την όποια δυσφορία, υπονομεύοντας κατ’επέκταση την αποδοχή και την κατανόηση και μειώνοντας την πιθανότητα για ατομική βελτίωση μέσα από την κατά περίπτωση ενδεδειγμένη θεραπεία.
Και τελικά μέσα από την ψυχοθεραπευτική εμπειρία αντιλαμβανόμαστε ότι σε επίπεδο ψυχικών βιωμάτων οι διαφορές μεταξύ θεραπευτών και θεραπευόμενων είναι λιγότερες από αυτό που πιστεύεται. Και σίγουρα μια βασική διαφορά αφορά στην αποδοχή επί του προσωπικού συμπτώματος, επί της προσωπικής δυσφορίας, αποδοχή η οποία και δημιουργεί τον χώρο για συναισθηματική επεξεργασία και τις προϋποθέσεις για δημιουργική εξέλιξη.
ΥΓ. Εξαιρέσεις υπάρχουν και αφορούν στις πολύ σοβαρές ψυχικές διαταραχές με κατεξοχήν βιολογική αιτιοπαθογένεια.
Αντώνης Χατζηασλάνης
Ψυχίατρος
Comments