Το γεγονός ότι ένας ψυχιατρικός ασθενής είναι ικανός, υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις, να εκδηλώσει βία και επιθετικότητα, είναι αδιαμφισβήτητο. Το φαινόμενο βέβαια είναι σπάνιο και οι πράξεις βίας ως επί το πλείστον συμβαίνουν όταν ο άρρωστος δεν τελεί υπό φαρμακευτική θεραπεία και ψυχιατρική παρακολούθηση. Κάποιες όμως φορές η επιθετικότητα και η διέγερση αναδύονται όταν μέσα στη δύνη της ενίοτε δυσνόητης και αλλόκοτης για τους τρίτους συμπτωματολογίας λησμονείται η ανθρώπινη του υπόσταση και ο ασθενής αντιμετωπίζεται ως ένα άθροισμα συμπτωμάτων, τα οποία χρήζουν απλώς διαχείρισης.
Για του λόγου το αληθές παραθέτω μία ιστορία από τα χρόνια της ειδικότητας. Η ιστορία είναι παλαιά, όμως δυστυχώς καθόλα επίκαιρη.
«Δεν ήξερα αν έπρεπε να γελάσω ή να κλάψω. Μάλλον το δεύτερο. Είχα βρεθεί σε ένα κλειστό τμήμα οξέων περιστατικών σε δημόσιο Ψυχιατρείο. Εφημέρευα εκείνο το βράδυ και με είχαν καλέσει οι νοσηλεύτριες του τμήματος για να δώσω λύση σε ένα πρόβλημα που αντιμετώπιζαν. Επρόκειτο για μία γυναίκα, γύρω στα σαράντα, που είχε εισαχθεί κάποιες ημέρες νωρίτερα στα πλαίσια μανιακού επεισοδίου. Από αρκετά παλαιότερα είχε διαγνωσθεί ως πάσχουσα από διπολική διαταραχή. Η γυναίκα ήταν καθηλωμένη, δεμένη στο κρεβάτι δηλαδή, για κάποιες ώρες και όπως μερικές φορές συνέβαινε η καθήλωση είχε διαταχθεί τηλεφωνικώς από έναν από τους δύο συναδέλφους με τους οποίους εφημέρευα χωρίς αυτός να μπει στον κόπο να την συναντήσει και να αποφασίσει αναλόγως. Είχε λοιπόν ακούσει από το τηλέφωνο την διήγηση της νοσηλεύτριας και είχε αποφασίσει ότι από αυτήν κινδύνευαν συνασθενείς και προσωπικό. Και την καθήλωσε. Και μάλλον την είχε ξεχάσει κιόλας. Η «επικίνδυνη» πράξη στην οποία είχε προβεί λίγες ώρες νωρίτερα ήταν ότι είχε πετάξει ένα πλαστικό ποτήρι γεμάτο με νερό σε μία νοσηλεύτρια, αφού προηγουμένως της είχε ζητήσει να καπνίσει ένα τσιγάρο και να δει λίγη τηλεόραση ενώ η ώρα ήταν αυτή της βραδινής κατάκλισης. Όπως καταλαβαίνετε η απάντηση που έλαβε ήταν αρνητική. Η ίδια δε νύσταζε καθόλου. Δυστυχώς για εκείνη η απόκλιση από το πρόγραμμα του τμήματος ήταν απαγορευτική, γεγονός το οποίο και την εξόργισε.
Έχοντας λοιπόν προηγηθεί το περιστατικό με το ποτήρι οι νοσηλεύτριες, μη μπορώντας να διαχειριστούν την όλη κατάσταση, τηλεφώνησαν στο συνάδελφο. Αυτός διέταξε άμεση μηχανική καθήλωση προκειμένου να αποφευχθεί το «μοιραίο». Σημειωτέων ότι η ασθενής γενικώς ήταν συνεργάσιμη από την αρχή της νοσηλείας. Εκείνο το βράδυ είχε πάρει τα φάρμακα της χωρίς καμία αντίρρηση, απλώς δεν είχαν προάγει ύπνο τουλάχιστον μέχρι και την ώρα του συμβάντος. Η γυναίκα λοιπόν αυτή δέθηκε στο κρεβάτι της με συνοπτικές διαδικασίες. Και για όποιον δεν έχει στο μυαλό του πως γίνεται μία καθήλωση, ο ασθενής δένεται με δερμάτινους ιμάντες από τους καρπούς και τους αστραγάλους πάνω στα κάγκελα του κρεβατιού, όντας ανάσκελα και πότε αυτό γίνεται και από τα τέσσερα άκρα, πότε από τα τρία ή από τα δύο μόνον, αντιδιαμετρικά, δηλαδή για παράδειγμα αριστερό χέρι και δεξί πόδι και στην προκειμένη αλλάζοντας τα άκρα ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Την εικόνα λίγο πριν την καθήλωση αλλά και κατά τη διάρκειά αυτής την αφήνω να τη φανταστείτε μόνοι σας. Όπως επίσης και την συναισθηματική κατάσταση του καθηλωμένου.
Η ασθενής λοιπόν είχε καθηλωθεί για το καλό το δικό της αλλά και των άλλων, κατά την κρίση του συναδέλφου. Η ίδια αδυνατούσε να κατανοήσει την αναγκαιότητα της παρέμβασης και φώναζε, έβριζε και χτυπιόταν στο κρεβάτι ασταμάτητα. Το γεγονός βέβαια ότι από κάποια στιγμή και μετά είχε αφοδεύσει πάνω της και είχε παραμείνει λερωμένη δεν φάνηκε να έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία. Η ασθενής συνέχισε ακάθεκτη να φωνάζει και να χτυπιέται μπροστά στα απορημένα πρόσωπα των νοσηλευτριών, οι οποίες αδυνατούσαν να κατανοήσουν τη συμπεριφορά της. Και κάπως έτσι εκείνο το βράδυ βρέθηκα στο τμήμα.
Είχα μπροστά μου λοιπόν μία γυναίκα καθηλωμένη, λερωμένη με κόπρανα, αφού δεν είχε λυθεί, έστω και προσωρινά, και τελικά είχε αφοδεύσει πάνω της. Και φώναζε δυνατά σε μία προσπάθεια να κινητοποιήσει το ενδιαφέρον του προσωπικού. Ας προσπαθήσουμε να βάλουμε τον εαυτό μας στη θέση της. Δεν νομίζω ότι είναι αναγκαίες οι ψυχιατρικές γνώσεις. Στοιχειώδης λογική χρειάζεται και λίγη ενσυναίσθηση.
Πήρα μια καρέκλα και κάθισα δίπλα της. Της συστήθηκα. Το ίδιο έκανε και αυτή. Μέσα σε λίγα λεπτά σταμάτησε να φωνάζει και άρχισε να μου εξηγεί το τι συνέβαινε. Ήταν σε κάποια ένταση και παρουσίαζε λογόρροια. Ήταν όμως σαφές ότι ήταν σε θέση να συνεργαστεί. Νωρίτερα φώναζε για να ακουστεί. Κανένας όμως δεν είχε προσπαθήσει να την ακούσει. Συνεννοηθήκαμε να κάνει ένα μπάνιο και να αλλάξει ρούχα. Το αυτονόητο. Μετά θα συζητούσαμε. Οι νοσηλεύτριες ήταν δύσπιστες και σχετικά ανήσυχες. Όταν ολοκλήρωσε με την ατομική της υγιεινή της πρότεινα να λάβει από το στόμα ένα φάρμακο που θα τη βοηθούσε να κοιμηθεί. Συμφώνησε αμέσως. Για πολλές ημέρες, και πριν τη νοσηλεία της, δεν κοιμόταν παρά ελάχιστες ώρες και αυτό την είχε κουράσει. Κουβεντιάσαμε για λίγο μέσα σε κάποιο γραφείο. Παρ´όλη την ένταση της ήταν ευγενική και φιλική. Μου είπε λίγα πράγματα για την ιστορία της. Γνώριζε ότι έπασχε από διπολική διαταραχή. Οι φωνές και η αγανάκτηση όμως που είχαν προηγηθεί δεν ήταν συμπτώματα ενός ανθρώπου σε μανία. Ήταν η αγωνία ενός ανθρώπου του οποίου η αξιοπρέπεια είχε βάναυσα θιχθεί. Μετά από λίγη ώρα άρχισε να δείχνει ανακουφισμένη. Προς το τέλος με παρακάλεσε να παραμείνει για λίγο στο σαλόνι του τμήματος, καπνίζοντας και βλέποντας τηλεόραση. Οι νοσηλεύτριες συνέχισαν να είναι ανήσυχες και δύσπιστες. Μάλλον θεωρούσαν ότι εάν δεν επιβληθούν αυστηρά όρια η ασθενής θα αντιδρούσε βίαια και επιθετικά, διαταράσσοντας την ησυχία του τμήματος. Τους πρότεινα να ανοίξουμε την τηλεόραση και να την αφήσουμε μόνη, και τους υποσχέθηκα ότι θα κάτσω μαζί τους μέχρι να τακτοποιηθεί το όλο ζήτημα. Και έτσι κατά τις 4 τα ξημερώματα βρέθηκα στο δωμάτιο των νοσηλευτριών. Τους εξήγησα το πώς εγώ αντιλαμβανόμουν την κατάσταση. Το πλαίσιο ήταν αυτό που πυροδότησε και διατήρησε την ένταση της ασθενούς. Αυτή απλώς ήταν σε μία ετοιμότητα στα πλαίσια της νόσου. Δεν ξέρω εάν τελικά κατάλαβαν. Η ώρα είχε περάσει και εμείς είχαμε ξεχαστεί. Αναρωτηθήκαμε για το τι κάνει. Σηκωθήκαμε και βγήκαμε στο σαλόνι. Ήταν άδειο. Περπατήσαμε προς το θάλαμό της. Κοιτάξαμε από την πόρτα προς τα μέσα και την είδαμε να κοιμάται ήσυχη. Δεν μας είχε πει τίποτα...».
Το παράδειγμα είναι ακραίο. Όμως φωτογραφίζει τις στάσεις και τις προκαταλήψεις που αφορούν στην ψυχική νόσο. Η ασθενής ήταν ερειστική, αυτό όμως πυροδοτήθηκε ακριβώς επειδή δεν μπορούσε να δράσει ελεύθερα. Και οι επιθυμίες της δεν θα μπορούσαν με κανέναν τρόπο να θεωρηθούν παράλογες. Βέβαια από την άλλη τα ψυχιατρικά τμήματα οφείλουν να λειτουργούν με πρόγραμμα και κανόνες. Δεν είναι εφικτό αλλιώς. Οι εξαιρέσεις πάντως επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Εκείνη την νύχτα δυστυχώς κανένας εκ του προσωπικού δεν προσπάθησε να συνδεθεί μαζί της. Η ερειστικότητά της αξιολογήθηκε πρόχειρα, και αντανακλαστικά επιλέχθηκε η επιθετικότερη παρέμβαση (η οποία πάντοτε θα πρέπει να αποτελεί την τελική λύση, και όταν αυτή επιλέγεται θα πρέπει να γίνεται μετά από ενδελεχή κλινική εξέταση) και τελικά η διέγερση που ακολούθησε εκλήφθηκε ως ένα σύμπτωμα παθολογικό, απότοκο της μανιακής διεργασίας.
Προφανώς οι βραχείες νοσηλείες σε ειδικά ψυχιατρικά τμήματα κάποιες φορές είναι επιβεβλημένες. Προφανώς και τα συμπτώματα έχουν θεμελιώδη σημασία. Προφανώς η ανακούφιση από αυτά αποτελεί πρωταρχικό στόχο. Προφανώς η μηχανική καθήλωση είναι ένα μέτρο παρέμβασης που δυστυχώς ενίοτε απαιτείται και τελικά με έναν τρόπο προστατεύει και ωφελεί και που στα υποστελεχωμένα από νοσηλευτικό προσωπικό ψυχιατρικά τμήματα καθίσταται περισσότερο αναγκαία. Όμως ποτέ δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ασθενής είναι ένας άνθρωπος και όχι απλώς ένα κλινικό σύνδρομο, ότι έχει μία προσωπική ιστορία, ότι φέρει βιώματα και αναμνήσεις, έχει ανάγκες και επιθυμίες, όπως όλοι μας. Τελικά μόνον από αυτήν την θέση μπορούμε να συναντηθούμε και να συνομιλήσουμε μαζί του, σε μία προσπάθεια κατανόησης των βιωμάτων του, σε μία προσπάθεια παροχής παρηγοριάς και θεραπείας.
ΥΓ1. Για όλους εκείνους τους αρρώστους που χαρακτηρίστηκαν διαταρακτικοί και επικίνδυνοι και θεωρήθηκαν κοινωνικά μη αποροφήσιμοι, και που εγκλείστηκαν σε κλειστά ψυχιατρικά τμήματα μακράς παραμονής επί σειρά ετών ή δεκαετιών, και που μετά από τόσα χρόνια εγκλεισμού και θεραπείας συνέχισαν να κουβαλούν το στίγμα του επικίνδυνου και του διαταρακτικού, αθεράπευτοι στα μάτια των ανθρώπων, παραθέτω τα λόγια του Primo Levi, επιζήσαντα του Auschwitz, από το αυτοβιογραφικό του σύγγραμμα «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος»: «Ας σκεφτούμε έναν άνθρωπο που του στερούν όχι μόνο τα αγαπημένα του πρόσωπα αλλά και το σπίτι του, τις συνήθειες του, τα ρούχα του, κυριολεκτικά οτιδήποτε το ανήκει: θα είναι πλέον ένας άδειος άνθρωπος, θα οδηγηθεί στην ένδεια και στην θλίψη, θα χάσει την αξιοπρέπεια του και την λογική του, γιατί είναι εύκολο αν χάσεις τα πάντα να χάσεις και τον ίδιο σου τον εαυτό».
Ας μην αναρωτιόμαστε λοιπόν για τις ακραίες, κοινωνικά αποκλίνουσες συμπεριφορές, όταν μέσα από μία στενή, γεμάτη προκαταλήψεις οπτική, ο ασθενής αντικειμενοποιείται, αποστερημένος τελικά από κάθε τι ανθρώπινο.
ΥΓ2. Είναι σαφές ότι το παράδειγμα διαστέλλεται. Ο οποιοσδήποτε άνθρωπος περιέλθει σε μία κατάσταση όπου οι βασικές του ανάγκες καταστρατηγούνται μπορεί να εκδηλώσει βίαιη συμπεριφορά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι εγγενώς βίαιος και επικίνδυνος.
Αντώνης Χατζηασλάνης
Ψυχίατρος
コメント