Η λέξη δυσθυμία προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη θυμός που θα πει ψυχή και το πρόθεμα δυσ- που έχει αρνητική σημασία. Στην κυριολεξία σημαίνει κακή διάθεση ή κακή ψυχολογική κατάσταση. Ως κλινικός όρος όμως, η δυσθυμία δεν πρέπει να συγχέεται με αυτό που λέμε στη καθημερινότητα «κακοκεφιά». Πρόκειται για έναν τύπο κλινικής κατάθλιψης, της οποίας τα καταθλιπτικά συμπτώματα είναι λιγότερα ή πιο ήπια εν συγκρίσει με αυτά της μείζονας κατάθλιψης, όμως η διάρκειά τους είναι πολύ μεγαλύτερη (τουλάχιστον 2 χρόνια με επίμονη και συνεχή εικόνα).
Τα συχνότερα συμπτώματα της Δυσθυμίας είναι:
· Επίμονη καταθλιπτική διάθεση σε συνεχή βάση για 2 τουλάχιστον χρόνια
· Μειωμένη ενεργητικότητα και αίσθημα κόπωσης
· Δυσκολία συγκέντρωσης ή αναποφασιστικότητα
· Χαμηλά επίπεδα αυτοεκτίμησης
· Μειωμένη ή αυξημένη όρεξη για φαγητό
· Αϋπνία ή υπερβολικός ύπνος
· Αίσθημα απελπισίας, απόγνωσης, ανικανότητας και αναξιότητας
· Λιμνάζουσες σκέψεις, όπως ο θάνατος
· Αίσθημα κενού
Τα συμπτώματα αυτά είναι πιο ήπια από τα αντίστοιχα της Μείζονας Κατάθλιψης, αλλά το γεγονός ότι εκτείνονται στον χρόνο είναι αυτό που καθιστά τη δυσθυμία ως μια σοβαρή διαταραχή χρόνιας φύσης. Τις περισσότερες φορές δημιουργεί την αίσθηση στον πάσχοντα ότι είναι ανεπαρκής. Το άτομο που πάσχει από δυσθυμία, παρόλο που αντιλαμβάνεται ότι μπορεί να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της καθημερινότητας, κάτι τον κρατάει από το να νιώσει ικανοποιημένος και ευτυχισμένος. Οι συνεχείς αρνητικές σκέψεις που κάνει μειώνουν την ποιότητα ζωής του. Επιπλέον επειδή πολύ συχνά η δυσθυμία εκδηλώνεται με έλλειψη κινήτρου, πολλοί συγγενείς και φίλοι παρερμηνεύουν τη συμπεριφορά του ατόμου, δίνοντας του την ταμπέλα του «οκνηρού» ή «ότι δεν κινητοποιείται αρκετά» για να πετύχει σημαντικούς στόχους. Με το πέρασμα του χρόνου, το άτομο έχει σημαντικές δυσκολίες να λειτουργήσει. Αλλά, επειδή εμφανίζεται ακόμα «φυσιολογικό», (εργάζεται, έχει κοινωνικές σχέσεις κτλ), η ασθένειά του τείνει να μην αναγνωρίζεται εγκαίρως και άρα να μην λαμβάνει την κατάλληλη θεραπεία. Έρευνες δείχνουν ότι τα άτομα με δυσθυμία μπορεί να είναι 2 φορές πιο πιθανό να εμφανίσουν άνοια ή κάποιους είδους αμνησική διαταραχή και επιπλέον έχουν περισσότερες πιθανότητες να αδυνατούν να φροντίσουν τον εαυτό τους, εν συγκρίσει με άτομα που δεν πάσχουν από τη διαταραχή. Για όλους αυτούς τους λόγους επομένως, η δυσθυμία δεν πρέπει να θεωρείται αμελητέα, καθώς μπορεί να έχει εξίσου καταστροφικό αντίκτυπο στη καθημερινότητα του ατόμου αν δεν αντιμετωπιστεί.
Η διαταραχή επηρεάζει το 3-6% του γενικού πληθυσμού και εμφανίζεται πιο συχνά στις γυναίκες απ’ ότι στους άνδρες. Συνήθως εγκαθίσταται σε νεαρή ηλικία και στη διάρκεια της χρόνιας πορείας της επικαλύπτεται ενίοτε και από μείζονα καταθλιπτικά επεισόδια (ο όρος «διπλή κατάθλιψη» αναφέρεται σε αυτό το φαινόμενο). Σε σημαντικό αριθμό περιπτώσεων η κατάσταση αυτή περιπλέκεται με κάποια διαταραχή προσωπικότητας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο παλαιός όρος «καταθλιπτική διαταραχή προσωπικότητας» φαίνεται να έχει διαγνωστική συσχέτιση με τη δυσθυμία. Επιπλέον, είναι πολύ συχνή η εμφάνιση αγχώδων διαταραχών, καθώς και η κατάχρηση αλκοόλ στα άτομα που πάσχουν από δυσθυμία.
Ποιες είναι οι αιτίες και οι παράγοντες κινδύνου για την δυσθυμία;
Τα αίτια της δυσθυμίας δεν είναι σαφώς καθορισμένα. Φαίνεται ότι βιολογικοί, περιβαλλοντικοί και ψυχολογικοί παράγοντες συμβάλλουν στην εμφάνιση της. Επιπλέον, υπάρχουν γενετικοί παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξή της και αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον η δυσθυμία εμφανίζεται συχνά στα μέλη της ίδιας οικογένειας ή τους απογόνους τους.
Λόγω της χρονιότητας της νόσου και των πολλών γνωσιακών πεποιθήσεων που συχνά συνυπάρχουν μαζί με τη διαταραχή, η πιο συνηθισμένη θεραπεία είναι η ψυχοθεραπευτική, με περισσότερο δημοφιλείς τις γνωσιακές θεραπείες, οι οποίες εστιάζουν στον τρόπο με τον οποίο το ίδιο το άτομο αντιμετωπίζει τον κόσμο και επομένως καθορίζει τα συναισθήματά του. Ο συνδυασμός της ψυχοθεραπείας με την φαρμακευτική θεραπεία και την χορήγηση αντικαταθλιπτικών φαρμάκων θεωρείται η πιο αποτελεσματική μέθοδος. Φαίνεται ότι με τον συνδυασμό των θεραπειών, τα περισσότερα άτομα ανακουφίζονται, αν και μερικά άτομα υποφέρουν ακόμα και μετά από επαρκή θεραπεία. Για τον λόγο αυτό, συχνά η αντιμετώπιση της δυσθυμίας αποτελεί μια πρόκληση για τους ειδικούς ψυχικής υγείας συγκριτικά με άλλες ψυχικές διαταραχές.
Παναγιώτα Τούμπα
Κλινική ψυχολόγος
Comments