Η αυτοκτονία είναι ένα σύνθετο βιοψυχοκοινωνικό φαινόμενο, δυστυχώς δίχως κάποιον ή κάποιους παράγοντες κινδύνου οι όποιοι να μπορούν να προβλέψουν με απόλυτη βεβαιότητα την επερχόμενη αυτοκαταστροφική συμπεριφορά. Κλινικά αυτό το όποιο είναι εφικτό είναι η εκτίμηση ενός σχετικού κίνδυνου, ταυτοποιώντας όλες εκείνες τις παραμέτρους οι οποίες αυξάνουν ή μειώνουν αυτόν. Πάντως μέσα από την μελέτη των αυτοκτονικών ασθενών έχει διαπιστωθεί ότι κάποιοι παράγοντες έχουν καθοριστική σημασία, ιδιαιτέρως κατά την χρονική εκείνη περίοδο όπου η αυτοκτονικότητα εκτινάσσεται και τελικά το αυτοκτονικό υποκείμενο φαίνεται να διατρέχει εξαιρετικό κίνδυνο, έχοντας εισέλθει σε μία τελική φάση/πορεία πριν την εκδήλωση της αυτοκαταστροφικής δράσης. Σε αυτήν ακριβώς την περίοδο, στην κορύφωση δηλαδή της αυτοκτονικότητας, δύο γνωσιακές παράμετροι, σε άμεση, αμφίδρομη σχέση μεταξύ τους φαίνεται να διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο.
Η έλλειψη ελπίδας (“hopelessness”), είναι ένα γνωσιακό χαρακτηριστικό το οποίο επινοείσαι ο Aaron Beck, προσπαθώντας να κατανοήσει το γιατί κάποιοι καταθλιπτικοί ασθενείς αυτοκτονούν και κάποιοι άλλοι όχι. Ο βαθμός πίστης στην έλλειψη ελπίδας, καθώς το φαινόμενο έχει μία φασματική και όχι διχότομη διάσταση, αναφέρεται σε μία αρνητική θεώρηση του μέλλοντος, υπό την έννοια ότι ο αυτοκτονικός ασθενής αδυνατεί να φανταστεί ένα μέλλον διαφορετικό από το παρόν, κατά τη διάρκεια του οποίου οι τρέχουσες δυσκολίες θα έχουν επιτυχώς επιλυθεί. Στην ακραία περίπτωση αδυνατεί να φανταστεί το μέλλον αυτό κάθε αυτό. Η γνωσιακή αυτή κατασκευή θεωρείται μία παράμετρος που κατεξοχήν χαρακτηρίζει τον αυτοκτονικό άρρωστο και φαίνεται να έχει υψηλότερη προγνωστική αξία από οποιαδήποτε διάγνωση. Υψηλότερος βαθμός πίστης στην έλλειψη ελπίδας συνδέεται με υψηλότερη αυτοκτονική πρόθεση. Τελικά η έλλειψη ελπίδας επί της ουσίας δημιουργεί την αίσθηση του αμετάβλητου, οδηγώντας σε αδιέξοδο. Μία συμπληρωματική διάσταση αυτής αφορά στο ανυπόφορο της κατάστασης. Με άλλα λόγια αυτό που βιώνεται και θεωρείται αμετάβλητο συνάμα καθίσταται και ανυπόφορο, αυξάνοντας κατά αυτόν τον τρόπο τον βαθμό δυσφορίας. Τελικά το άτομο βιώνοντας την τρέχουσα κατάσταση ως αμετάβλητη και ανυπόφορη ωθείται σε αυτοκαταστροφική συμπεριφορά σε μία προσπάθεια διαφυγής από την δυσφορία που γεννά η αίσθηση αυτή.
Σε μία προσπάθεια περαιτέρω ανάλυσης και διεύρυνσης του όρου επινοήθηκαν οι όροι «state hopelessness” και “trait hopelessness”. Ο πρώτος αφορά στην έλλειψη ελπίδας η οποία και αναδύεται περιστασιακά υπό την πίεση του τρέχοντος stress και της ψυχιατρική παθολογίας που τις περισσότερες φορές εγκαθίσταται στα πλαίσια αυτού, όπως για παράδειγμα συμβαίνει κατά την διάρκεια ενός μείζονος καταθλιπτικού επεισοδίου. Ο δεύτερος επί της ουσίας αφορά σε ένα χαρακτηριστικό της προσωπικότητας, σε ένα «σχήμα», υπό την παρουσία του οποίου τα πράγματα θεωρούνται γενικώς ανέλπιδα και αμετάβλητα. Υποβόσκει δηλαδή η εν λόγω πεποίθηση, προϊόν πρωίμων τραυματικών εμπειριών και χρόνιας ψυχοπίεσης. Τελικά η αλήθεια του ατόμου που φέρει ένα τέτοιο χαρακτηριστικό είναι ότι γενικώς δεν υπάρχει ελπίδα, μία αλήθεια κατασκευασμένη μέσα από μία σειρά αρνητικών βιωμάτων η οποία δημιουργεί διαχρονικά την αίσθηση ότι οι καταστάσεις είναι μη βελτιούμενες και ανυπόφορες. Τελικά με έναν τρόπο το τραύμα παραμένει ενεργό και η ψυχική οδύνη που συνδέεται με αυτό φέρεται συνεχώς, ακόμα και σε εκείνες τις περιπτώσεις που το εν λόγω σχήμα ενυπάρχει σε μία σχετικά λανθάνουσα κατάσταση. Η παρουσία ενός τέτοιου σχήματος προφανώς και προδιαθέτει σε χρόνια αυτοκτονικότητα. Το παραμικρό ερέθισμα το οποίο και θα συνδέσει το εδώ και τώρα με το παρελθόν, μιμούμενο με κάποιον τρόπο τις παρελθούσες τραυματικές εμπειρίες, θα το ενεργοποιήσει και τελικά το άτομο θα περιέλθει σε μία κατάσταση ανέλπιδη (υπό την έννοια του «state hopelessness”), τοποθετώντας το σε άμεσο κίνδυνο για αυτοκαταστροφή.
Μία δεύτερη γνωσιακή παράμετρος είναι αυτή η όποια διεθνώς ορίζεται ως “attentional fixation”, ή “cognitine tunneling”. Ένα άτομο βιώνοντας απελπισία, υπό την πίεση των όποιων δυσκολιών και της όποιας προδιάθεσης, και κατ’επέκταση εκδηλώνοντας αυτοκτονική συμπεριφορά με την μορφή του αυτοκτονικού ιδεασμού ή / και την κατάστρωση σχεδίου αυτοκαταστροφής, αρχίζει και ιδεομυρηκάζει επί της αυτοκτονικής διεργασίας. Με άλλα λόγια στοχάζεται επίμονα για τα όποια προβλήματα, για το αμετάβλητο και ανυπόφορο της κατάστασης, με τις αυτοκτονικές ιδέες και τα σχέδια «διαφυγής» να κυριαρχούν στην σκέψη του, αποκλείοντας τελικά την δυνατότητα παραγωγής εναλλακτικών, θετικότερων σεναρίων. Κατ’αυτόν τον τρόπο η διαδικασία ενισχύει το αίσθημα απελπισίας. Και βέβαια όσο μεγαλύτερη η απελπισία τόσο εντονότερος ο ιδεομυρηκασμός. Και μέσα σε αυτόν τον φαύλο κύκλο η αυτοκαταστροφή φαντάζει ως η μόνη λύση. Πλέον το άτομο έχει εισέλθει στη τελική φάση πριν την εκδήλωση της αυτοκτονίας. Κάποια χρονική στιγμή μέσα στην δύνη του φαινομένου υπερβαίνεται ο ουδός της ανοχής και το άτομο δρα αυτοκαταστροφικά.
Αντώνης Χατζηασλάνης
Ψυχίατρος
Comments