Το ανοσοποιητικό σύστημα έχει ως βασικό ρόλο την προστασία του οργανισμού μας από ιούς και βακτήρια. Όταν το ανοσοποιητικό σύστημα λειτουργεί φυσιολογικά, αντιμετωπίζει οποιαδήποτε εισβολή από ξένο «σώμα», αναγνωρίζοντας σωστά τα κύτταρα που αποτελούν απειλή, από τα κύτταρα του οργανισμού μας.
Όταν υπάρχει κάποια δυσλειτουργία, το ανοσοποιητικό σύστημα αποκρίνεται λανθασμένα ενάντια στον ίδιο τον οργανισμό, απελευθερώνοντας πρωτεΐνες που ονομάζονται αντισώματα, οι οποίες επιτίθενται σε υγιή όργανα ή συστήματα οργάνων. Σε αυτή την περίπτωση το άτομο πάσχει από κάποιο αυτοάνοσο νόσημα, ανάλογα το όργανο ή το σύστημα οργάνων που προσβάλλεται.
Μέχρι σήμερα έχουν ταυτοποιηθεί 80 με 100 αυτοάνοσα νοσήματα, ενώ με την πρόοδο της έρευνας διαρκώς προστίθενται νέα. Τα αυτοάνοσα νοσήματα αποτελούν χρόνιες παθήσεις και αρκετά από αυτά μπορεί να είναι απειλητικά για τη ζωή. Συνδέονται με αυξημένα ποσοστά θνησιμότητας, καθώς συγκαταλέγονται στις 10 κύριες αιτίες θανάτου σε παιδιά και ενήλικες άνω των 64 ετών.
Ξέρουμε σήμερα ότι τα αυτοάνοσα νοσήματα συνδέονται άρρηκτα με την ψυχική και διανοητική υγεία. Εκτός από τα σωματικά συμπτώματα που ενδέχεται να αντιμετωπίζουν τα άτομα που πάσχουν από κάποιο αυτοάνοσο νόσημα, συχνά εμφανίζουν συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης και, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις νοσημάτων, ακόμα και νοητική έκπτωση με την πάροδο του χρόνου.
1. Σακχαρώδης Διαβήτης Τύπου Ι
Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου Ι (γνωστός και ως ινσουλινοεξαρτώμενος διαβήτης ή διαβήτης της παιδικής ηλικίας) προκαλεί το 5-10% όλων των περιπτώσεων διαβήτη. Υπολογίζεται ότι 11 με 22 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι. Τυπικά εμφανίζεται στην παιδική ηλικία ή στην πρώιμη ενήλικη ζωή. Ο μεγαλύτερος αριθμός των ασθενών διαγιγνώσκεται πριν την ηλικία των 30 ετών.
Παρόλο που ο διαβήτης τύπου Ι και ο διαβήτης τύπου ΙΙ έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την υπεργλυκαιμία (υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα), η συχνότητα, η παθοφυσιολογία και η συννοσηρότητα τους με άλλες παθολογίες, διαφέρει. Ο διαβήτης τύπου Ι προκύπτει από την αυτοάνοση καταστροφή των β-κυττάρων του παγκρέατος που παράγουν ινσουλίνη. Η έλλειψη ινσουλίνης προκαλεί με τη σειρά της αυξημένη γλυκόζη στο αίμα. Αν δεν αντιμετωπιστεί με θεραπεία υποκατάστασης ινσουλίνης, μπορεί να είναι θανατηφόρος, καθώς συνήθως οδηγεί σε διαβητική κετοξέωση και έπειτα κώμα.
Εκτός από τη θεραπεία υποκατάστασης ινσουλίνης, η οποία λαμβάνεται καθημερινά και επ’αόριστον, οι ασθενείς με διαβήτη τύπου Ι θα πρέπει να συμμορφωθούν και με έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, ο οποίος περιλαμβάνει προσεκτική και εξειδικευμένη διατροφή, άσκηση και συνεχή μέτρηση της γλυκόζης.
Διαβήτης τύπου Ι και κατάθλιψη
Τα σύγχρονα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι οι ασθενείς με διαβήτη τύπου Ι έχουν 3 φορές περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν καταθλιπτική συμπτωματολογία, σε σχέση με το γενικό πληθυσμό. Μάλιστα, συνήθως πρόκειται για παιδιά, εφήβους ή νεαρούς ενήλικες, καθώς η διάγνωση του διαβήτη τύπου Ι γίνεται σε αυτή την ηλικία. Το συναισθηματικό φορτίο που προκύπτει με τη διάγνωση της ασθένειας, η χρονιότητα της πάθησης, οι σημαντικές τροποποιήσεις στην καθημερινότητα που θα πρέπει να ακολουθήσει το άτομο (καθημερινή λήψη ινσουλίνης, μετρήσεις γλυκόζης, συγκεκριμένη διατροφή και άσκηση), φαίνεται να επιβαρύνουν το άτομο αρκετά και να το καθιστούν πιο ευάλωτο στην εμφάνιση κατάθλιψης.
Διαβήτης τύπου Ι και άγχος
Ο διαβήτης τύπου Ι συνδέεται επίσης με αυξημένο άγχος και με την πιθανότητα συνύπαρξης κάποιας αγχώδους διαταραχής. Μάλιστα, μετά τη διάγνωση, έχουν αναφερθεί περιπτώσεις ειδικών φοβιών που σχετίζονται με τον διαβήτη, όπως φοβία σχετιζόμενη με την υπεργλυκαιμία και ειδική φοβία αίματος- ενέσεων.
Η συνύπαρξη διαβήτη τύπου Ι και άγχους έχει φανεί να συνδέεται με αυξημένες πιθανότητες επιπλοκών, ανεξήγητους πόνους, μη ασφαλείς συμπεριφορές όσον αφορά την φαρμακευτική αγωγή και τη διατροφή, κατάθλιψη και αυξημένο Δείκτη Μάζας Σώματος.
Διαβήτης τύπου Ι και νοητικές λειτουργίες
Η πρώιμη έναρξη του διαβήτη τύπου Ι έχει συνδεθεί με αλλαγές στην ανάπτυξη του εγκεφάλου κατά την παιδική και εφηβική ηλικία. Έρευνες έχουν δείξει ότι όσο πιο νωρίς εκδηλωθεί ο διαβήτης τύπου Ι στη ζωή του παιδιού, τόσο πιο αυξημένες πιθανότητες έχει να παρουσιάσει κάποια μαθησιακή ή μνημονική δυσκολία. Η παρατεταμένη υπεργλυκαιμία ή υπογλυκαιμία σε περιπτώσεις μη σωστά ρυθμισμένου διαβήτη, μπορεί να προκαλέσει αλλαγές στις γνωστικές λειτουργίες και ενήλικων ασθενών, όπως: μειωμένη ταχύτητα επεξεργασίας, διαταραχές μνήμης, προσοχής και συγκέντρωσης, λεκτικής ικανότητας και αντίληψης. Επιπλέον, η μικροαγγειοπάθεια που συνδέεται με τον διαβήτη τύπου Ι, θεωρείται υπεύθυνη μακροπρόθεσμα για νοητική έκπτωση και άνοια.
Η ύπαρξη κατάθλιψης άγχους και νοητικών διαταραχών στους διαβητικούς ασθενείς επηρεάζει σημαντικά την έκβαση της πάθησης. Αυξάνει την πιθανότητα μη συμμόρφωσης με την αγωγή και τον συνιστώμενο τρόπο ζωής, και συνεπώς την πιθανότητα σοβαρών επιπλοκών. Ιδιαίτερα το άγχος και η κατάθλιψη συνδέονται με αγγειακές βλάβες και με αυξημένη υπεργλυκαιμία, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει με τη σειρά του νοητική έκπτωση και άνοια. Για τον λόγο αυτό, η αδυναμία συμμόρφωσης με την φαρμακευτική αγωγή και τις υποδείξεις των γιατρών, όπως και τυχόν αλλαγές στη διάθεση, το συναίσθημα και τις νοητικές λειτουργίες, θα πρέπει να κινητοποιούν τους ειδικούς και τους οικείους, και να προτείνουν την παρακολούθηση του ασθενούς από κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας.
Μπουρσινού Νικολέττα
Κλινική Νευροψυχολόγος
Comments